γράφει o Γιάννης Οικονόμου

Έφηβος είχα τη μεγάλη τύχη να διαβάσω τα βιβλία του Καζαντζάκη. Σ ένα από αυτά, στις «Αδελφοφάδες», το βιβλίο που έχει γράψει για τον εμφύλιο σπαραγμό των Ελλήνων, αναφέρει: «Αλίμονο στον άνθρωπο που όταν ο Θεός σηκώνει φουρτούνα στο πέλαγος, εκείνος ρίχνει λάδι στη θάλασσα». Ήμουν νέος και απαίδευτος και δεν κατάλαβα την έννοια αυτών των λέξεων. Πάντα με βασάνιζαν στη σκέψη μου. Μεγάλωσα, απόκτησα φρόνηση. Σκέφτηκα τους προγόνους μας, τους ηρωικούς πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, τους παππούδες μας και τις ηρωίδες γιαγιάδες μας, που σαν τις κλώσες πήραν στην αγκαλιά τους τα παιδιά τους και τα προστάτεψαν σε όλο εκείνο το δρόμο το γεμάτο αγωνία και τρόμο της προσφυγιάς. Άλλες είχαν την τύχη να έχουν μαζί τους τους άνδρες, άλλες ήρθαν μόνες τους εδώ και μετά από καιρό ήρθαν οι άνδρες τους και τις βρήκανε.
Άλλες άτυχες δεν είδαν τους άνδρες τους ποτέ. Δεν απελπίστηκαν όμως, δεν δείλιασαν. Αντιμετώπισαν τη συμφορά με ηρωισμό. Αγωνίστηκαν γενναία για να ριζώσουν στη νέα όχι και τόσο φιλόξενη πατρίδα τους. Και πριν καλά-καλά αποκατασταθούν η νέα πατρίδα ζήτησε από τα παιδιά τους, που τώρα είχαν μεγαλώσει, ν αγωνιστούν γι αυτήν. Και αγωνίστηκαν με λεβεντιά στα βουνά της Αλβανίας κι άλλοι γύρισαν κι άλλοι έμειναν εκεί ήρωες για πάντα. Μετά ήρθε η απάνθρωπη γερμανική κατοχή. Και την αντιμετώπισαν με ψηλά το κεφάλι αγωνιζόμενοι στα δάση του Διονύσου και της Σταμάτας, κόβοντας ξύλα, κάνοντας κάρβουνα που τα μετέφεραν με καρότσια στην Αθήνα για να ζεσταθούν οι κάτοικοί της.
Κι όταν πέρασε κι αυτή η συμφορά και είδαν το μέλλον να απλώνεται ελπιδοφόρο μπροστά τους, η ψυχή τους γέμισε χαρά και αισιοδοξία και μια μεγάλη ευγνωμοσύνη προς τον προστάτη τους. Έτσι, κάθε Σαββατόβραδο στις ταβέρνες της Ερυθραίας έφερναν όργανα και μετά τον κάματο της εβδομάδας, εργαζόμενοι σκληρά στα λατομεία του Κοκκιναρά, στ ασβεστοκάμινα του Τατοΐου, στις οικοδομές της γύρω περιοχής αλλά και ως ελεύθεροι επαγγελματίες γιατί ήθελαν να είναι σωστοί, διασκέδαζαν με τη μουσική των χαμένων πατρίδων τους. Οι άφρονες, οι κακοί αυτοί που όσο γνώση τους λείπει, τόσο κακία τους περισσεύει, τους είπαν Τουρλαντάδες. Τόσο μυαλό είχαν.
Αλλά ποιος μπορεί να καταλάβει την ψυχή εκείνου που μετά από σκληρή πάλη γλυτώνει από το χαμό; Την ανθρώπινη ανάγκη να δείξει τη χαρά του και την ευγνωμοσύνη του προς το σωτήρα του; Και τότε κατάλαβα τα λόγια του Καζαντζάκη. Όταν βλέπουμε να έρχεται κατά πάνω μας ο όλεθρος, πρέπει να τον αντιμετωπίζουμε όρθιοι με αποφασιστικότητα, λεβεντιά και ηρωισμό. Η απελπισία, ο φόβος και τα λάδια δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα. Τους είπαν Τουρλαντάδες νομίζοντας ότι τους κατηγορούσαν. Που να ξέρουν οι βλάκες ότι έτσι τους τιμούσαν.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.