-Φεύγω…! Τι φεύγω δηλαδή, έφυγα…! Το μυαλό μου είναι ήδη εκεί. Κανόνισα και την αδειούλα μου, αν και φέτος είναι λίγο αλλιώτικα τα πράγματα! Λίγο οι ημιαργίες, λίγο η άδεια της γιορτής μου, λίγο ασθενής, θα τα βολέψω και πάλι. Θα ξεκουραστώ. Φόρτωσα και το αυτοκίνητο με ότι μπορούσα, γιατί με τις περικοπές που μας έκαναν, τι να φτάσει να πάρω;
Παλιά φόρτωνα το αμάξι με όλα τα καλά, δώρο στις θείες, τα ξαδέλφια, τους συγγενείς, άντε και σε κάποιο συγχωριανό. Τώρα πού αυτές οι γαλαντομίες! Ξέρω ότι θα τους στεναχωρήσω αλλά τι να κάνω! Δυσκολεύομαι και εγώ. Βλέπεις μας ρημάξανε. Κόψε από εδώ, κόψε από εκεί! Δύσκολα πας στο χωριό και σε εξετάζουν από την κορυφή μέχρι τα νύχια.
Θυμούνται τα πάντα. «Αυτό το είχε ξαναφορέσει» σκέφτονται και σε σκανάρουν κανονικά. Αυτός ο έλεγχος με είχε κουράσει και έτσι κοίταξα τότε να κολλήσω σε κάνα βουλευτή να με βάλει κάπου για να ‘ρθω στην Αθήνα. Και τι κατάλαβα; Τώρα βλέπω τα αποτελέσματα. Δεν έκανα ποτέ πραγματικούς φίλους! Τόσα χρόνια…! Μόνο γνωστούς.
Ποτέ μου δεν αισθάνθηκα αυτή τη ζεστασιά που αισθάνομαι στο χωριό μου. Όλα ξένα. Αν και αρχίζω να ονειρεύομαι επιστροφή στο χωριό και κοντά σε εμένα και πολλοί άλλοι. Μάλιστα, άλλοι έχουν προχωρήσει σε κινήσεις όπως να αγοράσουν χωράφια ή να ενταχθούν σε κάποιο πρόγραμμα.
Και εγώ αρχίζω και τη σκέπτομαι σοβαρά την αγροτιά. Σκέπτομαι να μετακομίσω μόνιμα, βλέπεις ο γιος μου δεν βρίσκει δουλειά. Πτυχία, μεταπτυχιακό, σε παραγωγική ηλικία και κοιτάζει το ταβάνι. Τίποτα δουλειά! Εισόδημα μηδέν! Τώρα τουλάχιστον αν επιστρέψει και ασχοληθεί με τις καλλιέργειες θα είναι καλύτερα τα πράγματα.
Τότε λυσσάγαμε εμείς να φύγουμε από το χωριό, έρχονται τώρα τα παιδιά μας και αλλάζουν τα δικά μας πρότυπα ζωής.
Αντίστροφη πορεία για την επαρχία. Βέβαια, η σύζυγος θα στριμώχνεται λίγο. Θα πρέπει να εναρμονιστεί πάλι στη ζωή του χωριού. Θα ξαναβρούμε την ψυχή μας. Ξεπουληθήκαμε σε όλα! Ξεχάσαμε συνήθειες, έθιμα, όλα. Άντε πάω σιγά-σιγά. Να ξαναβρώ τις ρίζες μου. Καλό Πάσχα και με υγεία.
– Καλό Πάσχα και σε σενα και καλή Ανάσταση! Αλήθεια, πόσο αλλιώτικος ήταν όταν πρωτοήρθε. Άφησε το χωριό του και βρήκε εκείνη τη θέση στο δημόσιο. Προσπαθούσε σώνει και ντε να ζήσει στην Αθήνα με τους έντονους ρυθμούς, με τον άξενο και απάνθρωπο χαρακτήρα αλλά το χωριό τον τράβαγε! Ήταν μόνιμα μεταξύ πόλης και χωριού. Ούτε στο χωριό ήταν ευχαριστημένος γιατί είχε νεκρική ηρεμία αλλά ούτε και στην πόλη με τη φασαρία της.
Από την άλλη, ήταν και η κυρία του, που ούτε να ακούσει για χωριό. Τώρα όμως αρχίζει και το ξανασκέφτεται που τα παιδιά του δεν βρίσκουν δουλειά. Καλύτερα πρώτος στο χωριό παρά τελευταίος στην πόλη. Τουλάχιστον έχει και κάτι ώστε να ασχοληθούν τα παιδιά του και να έχουν κάποιο εισόδημα. Άφησαν τα χωριά και ερήμωσαν και τώρα θέλουν να επιστρέψουν. Βαθειά μετατροπή στα πρότυπα ζωής. Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα.
Άντε και καλό Πάσχα.