Η Λίνα στάθηκε έξω από το σταθμό. Έτριψε δυνατά τις παλάμες της λίγο πριν τις βάλει μέσα στο χοντρό μπουφάν. «Μάλλον θα χιονίσει» είπε, καθώς κοίταξε το μουντό ουρανό. Το φως του ήλιου χανόταν σαν κουρασμένο παιδί που το έπαιρνε ο ύπνος. Η Βεγορίτιδα λίμνη κερνούσε υγρό αέρα το βαμμένο της πρόσωπο και σκορπούσε λίγα από τα λιτά της μαλλιά.
Σιδηροδρομικός σταθμός Άρνισσας Έδεσσα Παραμονή πρωτοχρονιάς. Μιας ακόμη χρονιάς, μέσα στο άγνωστο τοπίο της αβεβαιότητας. Ο Αθηναϊκός λαβύρινθος είχε κουράσει τη νεανική ψυχή της Λίνας.
Από μικρή αγαπούσε τα τρένα. Μηχανοδηγός ο πατέρας της, καμιά φορά την έπαιρνε μαζί του σε κοντινές αποστάσεις για να τον βοηθάει και να του κρατάει συντροφιά. Μέσα από τα μικρά της μάτια έβλεπε μια Ελλάδα σιωπηλή, αργή. Έβλεπε τα ψηλά δέντρα στις διαδρομές, τα ποτάμια και τα νερά, τους υποφωτισμένους σταθμούς και τις ξεθωριασμένες πινακίδες κι αναρωτιόταν τι σχέση είχε αυτός ο κόσμος με τα πολλά φώτα, τους έντονους ρυθμούς και τις ταχύτητες της πόλης. Κι έτσι, μεγάλωνε με άλυτες απορίες. Ο πατέρας δούλευε συνεχώς με πίστη και όραμα. Πατέρας και μάνα μαζί, αφού η μάνα της Λίνας έφυγε νωρίς από την κακιά αρρώστια.
Κάνοντας πράξη την αγάπη της, όταν ενηλικιώθηκε βρήκε κι αυτή δουλειά στα τρένα κι έφυγε γρήγορα από την κουραστική Αθήνα. «Να πας παιδί μου» της είπε ο πατέρας της όταν εγκρίθηκε η μετακίνησή της στο σταθμαρχείο της Αρνισσας. «Να αγαπάς αυτό που κάνεις. Μην κοιτάς πίσω σου. Πάντα να τρέχεις μπροστά. Με θάρρος, πίστη και ελπίδα. Μην ξεχνάς ν’ αγαπάς». Κι ένα απόγευμα, πριν από χρόνια, η σεπτή μορφή του αναπαύθηκε μπροστά στα σιωπηλά της μάτια. «Μην ξεχνάς ν’ αγαπάς».
Κοίταξε τον ορίζοντα της μικρής πόλης. Στο ψηλό βουνό απέναντι μόλις που φαινόταν η χιονοσκέπαστη κορυφή του. Μικρές πορφυρές γραμμές χυνόντουσαν στις πλαγιές και χάνονταν στις πεδιάδες. Ήσυχη πόλη η Αρνισσα. Στα χαμηλά της σπίτια, οι άνθρωποι στέκονταν στα παράθυρα και χάζευαν το τοπίο, την ελάχιστη κίνηση, τους ανθρώπους που περνούσαν. Δεν κρυβόντουσαν μόλις έβλεπαν κάποιο γνωστό, αλλά του μιλούσαν. Πόσοι άγνωστοι άνθρωποι τη χαιρετούσαν κάθε μέρα… Μεγάλη εντύπωση της έκανε όταν πρωτοήρθε. Οι ταράτσες ήταν γυμνές. Δίχως «πιάτα» δορυφορικά. Μόνο ρούχα απλωμένα αντίκριζες που και που. Τίποτα άλλο.
Το κρύο μεγάλωνε. Είχε πια νυχτώσει. Γύρισε στο γραφείο της που κοιτούσε τις γραμμές. Δίπλα, η κουκουνάρα ήταν αναμμένη και τη ζέσταινε. Στην αίθουσα αναμονής το λευκό φως έπαιζε με το μουντό κίτρινο του τοίχου. Στο ραδιόφωνο, ο Πάριος τραγουδούσε «τώρα τέλος τα λάθη κι ό,τι έχω πάθει δεν το μετράω, τώρα τέλος τα λάθη, έχω πια μάθει πως ν’ αγαπάω», αλλά οι παρεμβολές χάλαγαν τη φωνή του. Το’ κλεισε. Μια γαλήνη κύκλωσε το σύμπαν. Έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε.
Αυτές τις ώρες κάνεις περίεργες σκέψεις. Ξέρεις πως κάτι τελειώνει μέσα σου, αλλά την ίδια στιγμή, μια γλυκιά προσμονή μαζεύει τη λύπη και σε ζεσταίνει. Παράξενη διάσταση ο χρόνος. Άλλοτε τον κυνηγάς, άλλοτε αδιαφορείς για τα σημάδια του πάνω σου. Εκείνος όμως κυλάει αμέριμνος σαν νερό, σαν αερικό του βουνού. Σε κοιτάει με συγκατάβαση, αλλά πάντα σε παίρνει μαζί του. Σε ταξιδεύει σε απάτητους ουρανούς. Σε στεριές νεογέννητες. Σε θάλασσες διάφανες.
Ο χρόνος σου.. Η ζωή σου.. Η όποια μοίρα σου. Όσα ένιωσες κι ό,τι αρνήθηκες. Αυτές οι σκέψεις σε κυκλώνουν, όπου και να’ σαι. Μα μόνο αυτή την ώρα, καθώς φεύγει ο υπάρχων χρόνος και αναμένεις τον μέλλοντα που έρχεται σε λίγο. Αέναο το ποτάμι της ζωής. Αστείρευτο.
Η Λίνα κοίταξε έξω από το σκοτεινό τζάμι του γραφείου της. Μερικές δειλές νιφάδες χιονιού αργοκυλούσαν προς τις ασημένιες γραμμές του τρένου. Δεν θα ερχόταν άλλο δρομολόγιο. Έπρεπε να παραμείνει στη θέση της, μα δεν τη πείραζε. Και στο σπίτι να πήγαινε, ποιος την περίμενε; Ηταν μόνη της. Μια τέτοια νύχτα. Εδώ και πολλές νύχτες. Σε μια πόλη σχεδόν ακριτική. Σε μια χώρα διακατεχόμενη, κάποτε ελεύθερη. Όλη η περιουσία αυτής της χώρας, λίγα βουνά έρημα, κάποιες σκοτεινές θάλασσες και κάποιες πεδιάδες ξερές. Με μουσεία λειψά, αγάλματα κλεμμένα, δάνεια απλήρωτα και δάση καμένα Αυτή ήταν η χώρα της Λίνας. Κι εδώ πάνω, μέσα στη μοναξιά του ελάχιστου γραφείου της, όποτε τη σκεφτόταν, η ψυχή της λυπόταν.
Η πόρτα της αίθουσας άνοιξε. Μια ηλικιωμένη κυρία στάθηκε στο στενό άνοιγμά της. Ένα στενό σκούρο καπέλο σκέπαζε τα άσπρα της μαλλιά. Γύρω από το λαιμό της, ένα μεταξωτό λευκό φουλάρι χανόταν μέσα σ’ ένα μαύρο μάλλινο παλτό που τελείωνε στις μαύρες δερμάτινες μπότες.
Καθαρό πρόσωπο, μεγάλα γαλάζια μάτια, χαμόγελο, και στο δεξί της χέρι μια μπλε τσάντα.
Η Λίνα κοίταξε το ρολόι στο μεγάλο τοίχο. 11 η ώρα. Η γυναίκα, κάθισε στα ξύλινα καθίσματα της αίθουσας και της χαμογέλασε. Ξαφνικά, η λάμπα στο γραφείο της έσβησε απότομα. Σηκώθηκε και βγήκε στην άδεια αίθουσα.
«Καλησπέρα παιδί μου».
«Καλησπέρα» απάντησε η Λίνα.
«Με λένε Σεβαστή. Με συγχωρείς που σ’ ενοχλώ. Το σπίτι μου είναι εδώ κοντά. Μα είναι κρύο και είμαι μόνη μου. Εδώ μέσα, έχει ζέστη».
«Καθίστε όσο θέλετε» είπε η Λίνα.
«Δεν θα κάτσω πολύ καλό μου παιδί. Δεν θέλω να σ’ ενοχλήσω. Βλέπω τις μακρινές φιγούρες των ανθρώπων από το παράθυρό μου, μα σήμερα ένιωσα την ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον από κοντά. Περίμενα το γιό μου, μα τελικά δεν θα έρθει. Πήγε έξω, μακριά από την Ελλάδα».
Η Σεβαστή κοίταξε το μωσαϊκό της αίθουσας και μια μικρή λύπη ταξίδεψε στα γέρικα μάτια της.
«Η Ελλάδα μας κορίτσι μου, ερημώνει. Τα παιδιά φεύγουν. Η αγάπη τους πνίγεται. Οι ψυχούλες τους είναι λυπημένες. Βλέπω και το παιδί μου. Πώς να το βοηθήσω όμως στην ηλικία μου;»
Η Λίνα κοίταξε πιο προσεκτικά τη γυναίκα. Η μορφή της, έβγαζε μια ομορφιά. Ένα σεβασμό. Στα νιάτα της πρέπει να ήταν όμορφη γυναίκα. Κι εκείνη, σαν να διάβασε τη σκέψη της.
«Ζήσαμε δύσκολα. Μα αγαπηθήκαμε με τον πατέρα του. Όταν ήρθε και με ζήτησε, μίλησε τίμια στον πατέρα μου: την αγαπάω του είπε, μα θα την πάρω μόνο αν με θέλει κι εκείνη. Όχι με το ζόρι. Περπατήσαμε στην πλατεία της Αρνισσας. Γυμνό τοπίο τότε. Μόνο δέντρα. Μίλα μου ανοιχτά και μην φοβάσαι, μου είπε. Τώρα είμαστε οι δυο μας. Με θέλεις; Αν όχι θα το καταλάβω. Ήταν η μοναδική φορά στη ζωή μου που κάποιος μου φέρθηκε τόσο ωραία. «ΝΑΙ» του είπα. Τον αγάπησα πολύ. Κι εκείνος. Πολλές στερήσεις. Να σπουδάσει το παιδί. Να ζήσει τίμια. Πιστέψαμε σε λόγια. Μα ήταν ψεύτικα. Μας πούλησαν κόρη μου. Και τώρα το παιδί μου είναι αλλού. Μακριά από το σπίτι του. Μακριά από την πατρίδα του. Δεν μπορώ να περπατήσω, να πάω να το βρω. Άραγε είναι καλά;»
Έξω από το μεγάλο τζάμι, το χιόνι δυνάμωνε, και το φως της κολόνας έμοιαζε σαν φεγγάρι στο σκοτεινό ουρανό. Πλησίαζαν μεσάνυχτα.
«Η νιότη μας ήταν πέτρινη, είπε η Σεβαστή κοιτώντας στα μάτια τη Λίνα. Αυτά μας έτυχαν, αυτά ζήσαμε. Αυτή η βάρκα μας πήρε, μ’ αυτήν ταξιδέψαμε. Κι ήρθαμε εδώ».
Η Σεβαστή άνοιξε τη τσάντα της. Έβγαλε δυο κεριά κι έδωσε το ένα στη Λίνα. Εκείνη χαμογέλασε πλατιά κι έσβησε όλα τα φώτα. Μετά από λίγα λεπτά το μεγάλο ρολόι άρχισε να χτυπάει δυνατά. Στον τελευταίο χτύπο, η Σεβαστή άναψε τα δυο κεριά.
«Καλή χρονιά καλό μου παιδί», είπε στη Λίνα καθώς τη φιλούσε.
«Καλή σου χρονιά κυρία Σεβαστή» είπε η Λίνα.
Όλα τα φώτα άναψαν. Τα δυο κεριά έσβησαν, καθώς το φως της νέας χρονιάς ανέτειλε.
Η κυρία Σεβαστή πήγε προς την έξοδο.
«Μην ξεχνάς ν’ αγαπάς» είπε στη Λίνα και έφυγε προς την πόλη.
Η Λίνα βγήκε στις γραμμές. Έτριψε ξανά τις παλάμες της δυνατά. Το χιόνι είχε σταματήσει. Κοίταξε προς το κέντρο της Αρνισσας. Φώτα δυνατά. Σκόρπιες φωνές. Από μακριά, διέκρινε τη φιγούρα της Σεβαστής να προχωράει με αργά βήματα προς το φως. Προς τις άγνωστες επιθυμίες της. Προς το μέλλον που ήταν ήδη εδώ.
Το τηλέφωνο του γραφείου χτύπησε δυνατά. Η τραχειά φωνή του σταθμάρχη ακούστηκε από την άλλη γραμμή.
«Ήρθε κανένας εκεί;» ρώτησε τη Λίνα.
«Ναι. Ο νέος χρόνος» απάντησε εκείνη.
Έσβησε τις λάμπες. Κλείδωσε την πόρτα κι έφυγε προς τα φώτα της πόλης.

Προηγούμενο άρθροΥπόσχονται τα διπλάσια, δίνουν τα μισά
Επόμενο άρθροΤΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ (Τake shelter)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.