Την Μεγάλη Πέμπτη, πήγα στην εκκλησία, στην Ευαγγελίστρια. Κάθε χρόνο πηγαίνω στη Σταύρωση, για να συνεχίσω ένα τάμα της μάνας μου. Το θεωρώ ως ελάχιστη υποχρέωσή μου απέναντι στη μνήμη της και μάλιστα, επειδή το συγκεκριμένο τάξιμο με αφορούσε. Το είχε κάνει για μένα σε κάποια στιγμή απελπισμένης ικεσίας της.
Η Μεγάλη Εβδομάδα πάντα με φέρνει πολλά χρόνια πίσω, τότε που ήμασταν παιδιά και κάθε μέρα πηγαίναμε στην εκκλησία να παρακολουθήσουμε τις ακολουθίες, κυρίως με τις γιαγιάδες μας. Τότε, όλες οι γιαγιάδες είχαν το δικό τους στασίδι, με κάποιο αντίτιμο το χρόνο. Καθόμουν λοιπόν, πάντα όρθια δίπλα στη γιαγιά μου και προσπαθούσα να καταλάβω τα λόγια του Ευαγγελίου και των Ψαλμών. Στην ηλικία των δέκα χρόνων ήταν εξαιρετικά δύσκολο να κατανοήσω τα ελληνικά των ευαγγελίων, όμως όπως και άλλοι, σιγοψιθύριζα μαζί με τους ψάλτες και ας μη τα καταλάβαινα όλα.
Η κατάνυξη, των στιγμών ήταν κυρίαρχη τόσο, που σε συνέπαιρνε και σε ταύτιζε με το Θείο Δράμα.
Θυμάμαι τη γιαγιά μου να δακρύζει ακούγοντας τα λόγια της Παναγίας «Ω γλυκύ μου έαρ, που έδει σου το κάλλος». Εκείνη τη στιγμή θαρρώ πως ξαναζούσε το δικό της προσωπικό «Γολγοθά», την άγρια σφαγή του άντρα της και τον άδικο χαμό των δύο μικρών κοριτσιών της. Πώς να ξεχάσει, μήπως μπορεί, αφού όλη της η ζωή σφραγίστηκε ανεξίτηλα από αυτή την καταστροφή.
Αυτές οι μνήμες με ακολουθούν όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα. Είμαι δεν είμαι στην εκκλησία, αυτόματα ανακαλούνται στη μνήμη μου, όπου και να βρίσκομαι.
Η Ευαγγελίστρια, όχι αυτή που είναι σήμερα, η άλλη η μικρότερη, σε ρυθμό «Βασιλικής μετά Τρούλου», που χτίστηκε με προσωπική εργασία, των ίδιων των Ερυθραιωτών και από το υστέρημά τους κατάφεραν να την τελειώσουν και μάλιστα με τη συμβολή του φωτισμένου παπά Θανάση Τσούμαρη, έγιναν αγιογραφίες από τον ίδιο τον Μικρασιάτη Φώτη Κόντογλου.
Αυτή η εκκλησία «μνημείο», με ό,τι η λέξη σημαίνει, κτίστηκε από τους κατοίκους της πόλης για να καλύψει τις ανάγκες των πιστών, του τότε Προσφυγικού Συνοικισμού, και κουβαλούσε όλες τις μνήμες της πρώτης και δεύτερης γενιάς και ήταν ο χώρος προσευχής και ελπίδας για αυτούς τους κατατρεγμένους. Εκεί πάντρεψαν, βάφτισαν και κήδεψαν αγαπημένα πρόσωπα. Κάθε τοίχος, κάθε γωνιά της, κάθε αγιογραφία και εικόνα της ήταν φορτισμένα με ανθρώπινες ιστορίες λύπης και χαράς. Μεταξύ των αγιογραφιών που θυμάμαι έντονα, ήταν εκείνη του Κόντογλου, ζωγραφισμένη πάνω στην αριστερή πύλη του Ιερού. Ήταν ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Μικρή είχα βαλθεί να διαβάσω την βυζαντινή γραφή του καλλιτέχνη και τα κατάφερα. Έγραφε αριστερά «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος» και δεξιά «Δια χειρός Κόντογλου».
Εντύπωση μου έκανε ο τρόπος έκφρασης του προσώπου του Αγίου Ιωάννου, τα μαλλιά του, τα χρώματα, η πινελιά και κυρίως η προοπτική, που έδειχνε τον Ιορδάνη ποταμό σε ανάκλιση. Αργότερα, κατά την διάρκεια των σπουδών μου έμαθα και εξήγησα τις απορίες μου.
Αυτή η εικόνα, που ήταν σχεδιασμένη πάνω στην πόρτα της πύλης, χάθηκε μαζί με την εκκλησία που κάποιοι, νεόφερτοι, ξένοι με τον τόπο, απεφάσισαν να την γκρεμίσουν και να την κάνουν «μεγαλοπρεπή ναό». Και το πέτυχαν! Ήταν στην περίοδο της χούντας. Θεμελιώθηκε από τον Πατακό.
Τόλμησα να διαμαρτυρηθώ, επικαλούμενη τα επιχειρήματά μου για μια εκκλησία «σύμβολο», αλλά «φωνή βοώντος εν τη ερήμω».Ήταν ισχυρότεροι οι άλλοι. Η μάνα μου, μου ζήτησε να μην ανακατευτώ άλλο επειδή ήδη με κατηγορούσαν ως «αντιδραστική και άθεη». Δεν ωφελούσε όσο και να αντιδρούσα.
Όμως, δεν μπορώ να ξεχάσω τις εικόνες του Κόντογλου, τις οποίες πήρε η Μητρόπολη Κηφισιάς για να τις «φυλάξει και να τις προστατεύσει». Θα τις επέστρεφε δε, αμέσως μόλις τελείωνε η εκκλησία. Ως γνωστόν, η εκκλησία έχει τελειώσει εδώ και τριάντα τουλάχιστον χρόνια. Οι εικόνες του Κόντογλου όμως δεν γύρισαν ακόμη στο σπίτι τους, στην Ευαγγελίστρια της Ν. Ερυθραίας.
Μέσα από αυτές τις γραμμές ζητάω τον «επαναπατρισμό» τους, και δεν θα πάψω όσο ζω να το διεκδικώ, επειδή θεωρώ ότι είναι μια υποχρέωση απέναντι στους γονείς και τους παππούδες μας, σ’ όλους τους πρώτους οικιστές αυτής της πόλης, που δραχμή-δραχμή, μάζεψαν τα χρήματα για την δημιουργία τους και ζήτησαν από τον «εκ Κυδωνιών» συμπατριώτη τους, Φώτη Κόντογλου, να «στολίσει» με τους Αγίους του, την εκκλησία τους.
Θα ήθελα, να σας παραθέσω ένα κείμενο του Οδυσσέα Ελύτη, γραμμένο στο λεύκωμα, που εκδόθηκε το 1995,στην επέτειο των εκατό χρόνων από την γέννησή του, με τίτλο: «Φώτης Κόντογλου, εν εικόνι διαπορευόμενος».
«Η σημασία του έργου του για την γενιά μας.
Την αγάπη μου για ό,τι αποτελεί μια καταφρόνεση της στεγνής λογικής, μια περιπέτεια τοποθετημένη πέρα από τα σύνολα του φρόνιμου και του γνώριμου, το κέντρισμα γι’ αυτό το κυνήγι του «θαυμαστού» που λέω να μη σταματήσω ποτέ μου, δεν μπορώ να ξεχάσω, μου το ‘δωσε πρώτη φορά το «Pedro Cazas” του Κόντογλου, τότε που μαθητής ακόμα βυθιζόμουνα με μια παράξενη κι αλλόκοτη γοητεία στις σελίδες του. Σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια, δεν παύω να κηρύχνω τη μεγάλη σημασία που έχει ολόκληρο πια το έργο του Κόντογλου για τη γενιά μας, έργο από τα λίγα εκείνα που αφήνουν την απολησμονημένη φωνή της Ανατολής να ξανακουστεί και πάλι μ’ όλα της τα δικαιώματα και να μας θυμίσει ποια μπορεί να ‘ναι η σωστή θέση ενός τόπου προορισμένου από την ίδια του την παράδοση, να στέκει κυρίαρχα ανάμεσα στα δυο μεγάλα ρεύματα που τον διαπερνάνε, να τα ζυγιάζει, να τα κρίνει, να κρατάει ό,τι καλύτερο έχουνε, να τα συγχωνεύει και τελικά να τα ξαναναδίνει – προσθέτοντας το μεράκι της ψυχής του – σε μιαν αμίμητη και μοναδική σύνθεση».
Ο Κόντογλου, ήταν μια πολύπλευρη καλλιτεχνική προσωπικότητα, ζωγράφος, συγγραφέας, αρθρογράφος. Αυστηρός ακέραιος, ανιδιοτελής, ήταν μια ακραία προσωπικότητα. Αρνήθηκε τη δυτική τέχνη και στράφηκε λατρευτικά στη βυζαντινή αγιογραφία.Τα γαιώδη χρώματα, οι αυστηροί ρυθμοί και οι ορθόδοξοι κανόνες της εικονογραφίας, ήταν τα χαρακτηριστικά στοιχεία του ζωγραφικού του έργου.
Στη λογοτεχνία του, αναφέρεται σε λαϊκούς ήρωες, ταξιδευτές, ληστές, ασκητές. Η γλώσσα που γράφει θυμίζει συναξάρια αγίων, για τους πολλούς αριστουργήματα και για κάποιους άξια περιφρόνησης.
Το έργο του ήταν πολύ «μεγάλο», με όλες τις έννοιες που αποδίδονται στη λέξη.
Ο Εγγονόπουλος έλεγε ότι: «Είναι ένας από τους τρεις, μόνους, πραγματικά μεγάλους ΄Ελληνες. Αν παληότερα είχαμε τον Σολωμό, τον Παπαδιαμάντη και τον Καβάφη, στο Μεσοπόλεμο οι πραγματικά Μεγάλοι ήταν, το ξαναλέω αυτοί μόνο οι τρεις : Καρυωτάκης, Παρθένης, Κόντογλου».
Κουβαλούσε όλο το πάθος της γενιάς του, την γνώση και την παράδοση, με τις οποίες είχαν ποτιστεί οι ρίζες του, από τα απέναντι Μικρασιατικά παράλια και την αυστηρά προσηλωμένη του προσωπικότητα, σ’ αυτές τις αρχές.
Σήμερα, ζητάω ξανά, τις εικόνες του δικού μας «Παρθενώνα» με την υπογραφή του παππού Φώτη Κόντογλου, να γυρίσουν πίσω στο ναό, εκεί που ανήκουν, στη Ν. Ερυθραία.
Καλώ τον Δήμαρχο, ως πρώτο πολίτη της πόλης και εκφραστή της βούλησης του λαού της, να συμβάλλει με την δική του ισχύ στην εύρεση και επιστροφή αυτών των εικόνων στην «κοιτίδα» τους. Να γίνει το δικό μας τάμα για τη δικαίωση των προγόνων μας, ενενήντα χρόνια εφέτος, μετά την καταστροφή του 1922, και ας είναι το κερί, που θα ανάψουμε στη μνήμη τους.