Οι σημερινοί σύμμαχοί και εταίροι μας, μας έχουν εξοργίσει με την αμετροεπή και ανάλγητη συμπεριφορά τους.
Θεωρούν, η σημερινή διοίκηση της Γερμανίας και οι παρατρεχάμενοί της, ότι είναι μια ευκαιρία να υποτάξουν την Ευρώπη, με την οικονομική εξαφάνιση των λαών και κυρίως ημών των «νοτίων».
Ο στόχος τους και η όρεξή τους περιοδικά αναζωπυρώνεται.
Δεν μπορούν να δεχθούν ότι υπάρχουν άλλοι λαοί καλύτεροι αυτών, τουλάχιστον όσον αφορά στην ιστορία τους ανά τους αιώνες και τον πολιτισμό τους. Έτσι στις εποχές των διαφόρων επιθετικών και επεκτατικών τους δράσεων, φρόντισαν να κλέψουν ή να καταστρέψουν, όσα θαύμαζαν ή ζήλευαν από τον πολιτισμό των, κατά την άποψή τους «κατώτερων λαών», που στόχος τους ήταν να τους υποδηλώσουν. Και σαν κατακτητές ασφαλώς είχαν «δικαίωμα» χρήσης, απαλλοτρίωσης ή καταστροφής όλων όσων δεν ήταν δημιουργοί ή φυσικοί διάδοχοι και κληρονόμοι.
Στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, επιδόθηκαν σε μία άνευ προηγουμένου καταστροφική δράση, άλλοτε από εγκληματική συνειδητή γνώση και άλλοτε από άγνοια ή αδιαφορία.
Μαρτυρίες και αναφορικά κείμενα των τότε αρχαιολόγων υπάρχουν σε ένα τόμο του εξέδωσε το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων το 1946 με τον τίτλο «Ζημίαι Αρχαιοτήτων».
Όσο και να θέλεις να φανείς ψύχραιμος και συγχωρητικός είναι εξαιρετικά δύσκολο, ανακαλύπτοντας αυτούς τους βαρβαρισμούς των Γερμανών, απλών στρατιωτών ή αξιωματούχων ακόμη και επιστημόνων αρχαιολόγων.
Τα μνημεία που καταστράφηκαν ή εκλάπησαν, άλλα είναι γνωστά και άλλα άγνωστα στους πολλούς. Όμως η πραγματικότητα είναι ανατριχιαστική και η «καλλιτεχνική ευαισθησία» των Γερμανών, αποκαλύπτεται σε όλη της την «μεγαλοπρέπεια», στα κείμενα των αρχαιολόγων.
Οι κατακτητές «είχαν μετατρέψει σε ουρητήρια όλα τα μνημεία της Ακροπόλεως, κατά προτίμηση δε, τον Παρθενώνα».
Στο κάστρο της Ιθώμης, στη Μεσσηνία, τον Σεπτέμβρη του 1943 «οι Γερμανοί έκαναν άσκηση πυροβολικού ρίχνοντας βόμβες στο φρούριο. Κατεστράφη τμήμα του νότιου φρουρίου, το οποίο εβλήθη υπό τεσσάρων οβίδων».
Στον Κεραμεικό, λίγες μέρες πριν φύγουν από την Αθήνα «επυροβόλησαν κατά του αναγλύφου του Χαρίωνος». Και δεν περιορίσθηκαν βέβαια μόνο σ’ αυτό, είχαν ήδη προβεί σε λεηλασίες αρχαιοτήτων από αυτόν τον χώρο.
Όπου έβρισκαν αρχαία, πέφτανε σαν τα κοράκια πάνω τους. Ακόμη και οι διάφοροι βαρβαρικοί λαοί, που επέδραμαν στην Ελλάδα σεβάστηκαν τον αρχαίο πολιτισμό.
Μουσεία και αρχαιολογικές συλλογές υπήρξαν τα εύκολα θύματα των «ευγενών» κατακτητών που άκουγαν κλασσική μουσική και «αποκαλύπτονταν» στο άκουσμα ενός έργου του Μπετόβεν.
Ολόκληρα μουσεία, όπως της Σάμου μεταφέρθηκαν με καμιόνια στη Γερμανία.
Το Μάρτιο του 1942 από το μουσείο Αγίου Γεωργίου της Θεσσαλονίκης «Δι’ ενόπλων δυνάμεων αφήρεσαν άγαλμα γυναικός. Εις τας διαμαρτυρίας του εφόρου, απήντησαν ψευδόμενοι ότι το μετέφεραν εις καταφύγιον προς ασφάλειαν, ενώ αυτό απεστάλη στη Βιέννη». Βέβαια η τύχη του αγάλματος αγνοείται μέχρι σήμερα.
Δυστυχώς μεταξύ άλλων οι κατακτητές κατέστρεφαν και τα τότε αρχεία των αρχαιοτήτων με αποτέλεσμα να είναι αδύνατος ο εντοπισμός και η ανεύρεση πολλών εξ αυτών.
Ακόμη και στη Βεργίνα εκεί που βρίσκονταν σε εξέλιξη ανασκαφές από Έλληνες αρχαιολόγους, «ο γερμανός υπαξιωματικός και αρχαιολόγος Dr. Exner, έκανε ανασκαφές πλησίον των ανασκαφών του καθηγητή κ. Ρωμαίου. Ανεσκάφησαν περί τους 4-6 τάφους, τα ευρήματα των οποίων δεν παρεδόθησαν στην Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία».
Και δεν έχει τέλος ο κατάλογος της ασέβειας και της καταστροφής, των πολιτισμένων Γερμανών.
Στην Σαλαμίνα «εχρησιμοποίησαν το υλικό ανασκαφών του Αγ. Δημητρίου για τα οχυρωματικά έργα τους ισοπεδώνοντας τμήμα αυτών».
Στο Πύθιον Ελασσόνος, το 1943 «παρεσκεύασαν το φαγητό των, χρησιμοποιώντας εικόνες της εκκλησίας ως καυσίμου ύλης».
Στην Καλαμπάκα, μετέτρεψαν το Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, έργο του 11ου μ.χ αιώνα, σε σταύλο.
Στην Κνωσό, το 1941, κατέστρεψαν βασιλικό τάφο για να τοποθετήσουν πυροβόλα.
Στο Σούνιο, κατά την περίοδο 1942-1944 επανειλημμένα χρησιμοποίησαν αρχαιότητες για να κατασκευάσουν οχυρωματικά έργα.
Στην Δημητριάδα, ανατίναξαν τα τείχη της Αρχαίας Δημητριάδος για να κατασκευάσουν στρατώνα.
Από την Αίγινα στις 8 Σεπτεμβρίου 1941 εκλάπησαν 4-5 κιβώτια με αρχαία, από τον Γερμανό αρχαιολόγο G. Welter.
Στην Τανάγρα, στη Χαιρώνεια, στους Δελφούς, στην Ποτίδαια, στη Σάμο, στη Μήλο, στην Κνωσό, στη Φαιστό, στη Μαρώνεια και αλλού άφησαν τα φρικτά αποτυπώματά τους, αρπάζοντας ό,τι και όσα μπορούσαν από τους αρχαίους θησαυρούς. Άλλα τα στέλνανε στο Βερολίνο, και άλλα τα κρατούσαν δι’ ίδιαν χρήση και όφελος.
Μορφωμένοι και ειδικοί επιστήμονες συμπεριφέρθηκαν όπως το τελευταίο κλεφτρόνι. Άλλωστε κάπως έτσι γέμισαν τα μουσεία και τις συλλογές τους, με υφαρπαγές επιβάλλοντας το νόμο του ισχυρού με αντάλλαγμα πόνο, πείνα και αίμα. Δεν κατάφεραν όμως να «κλέψουν» την ψυχή των Ελλήνων ούτε και των αποκτημάτων τους, τα οποία μοιάζουν να υποφέρουν κάτω από τον αφιλόξενο ουρανό τους και τις «αποστειρωμένες» και ψυχρές αίθουσες, που τα έχουν φυλακίσει.
Οφείλω να παραδεχθώ ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν χαρακτηρίζουν ολόκληρους λαούς, δείχνουν όμως ότι δεν είναι λίγοι αυτοί, που αντιλαμβάνονται τους αρχαίους πολιτισμούς σαν στόχους για σκοποβολή, για καύσιμα, για οχυρωματικά έργα, ή για να γεμίσουν τα μουσεία τους με ανεκτίμητα έργα τέχνης.
Νομίζω ακόμη, πως αν οι Ελληνικές Αρχές διεκδικήσουν έστω κάποιες από τις κλεμμένες αρχαιότητες, που σήμερα υπάρχουν στα γερμανικά μουσεία, θα βρεθούν πολλοί Γερμανοί φιλέλληνες υποστηρικτές, σ’ αυτό μας τον αγώνα.
Κάποτε θα πρέπει να ζητήσουμε πίσω με εμμονή και θάρρος αυτά που μας ανήκουν.