Πέρυσι με την παράσταση της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή, ο σκηνοθέτης και δάσκαλος του «Λαϊκού Θεάτρου» Νίκος Μπουσδούκος, πήρε ένα μεγάλο ρίσκο. Αποφάσισε, βασισμένος, προφανώς, στην πολυετή του εμπειρία αλλά και την εμπιστοσύνη στο επίπεδο του «Λ.Θ.», να ρισκάρει.
Έβαλε τον πήχυ, για πρώτη φορά, ψηλότερα από ποτέ, για το «μπόι» του «Λαϊκού Θεάτρου και κατάφερε, μαζί με όλη την ομάδα, όχι μόνο να περάσει με επιτυχία το τεστ, αλλά να «προσγειωθεί» με φανερή ικανοποίηση στην αγκαλιά των πολυάριθμων εντυπωσιασμένων από το αποτέλεσμα απλών θεατών, αλλά και τις διθυραμβικές κριτικές των ειδικών, που όλες περιείχαν τη λέξη «Επίδαυρος».
Από τον «Αγαπητικό της βοσκοπούλας» του 2009 μέχρι την… Επίδαυρο του 2010, η απόσταση που διανύθηκε ήταν τεράστια.
Όλα έμοιαζαν μαγικά εκείνα τα λίγα βράδια της «Αντιγόνης» στο δημοτικό μας θέατρο. Το έντεχνα στημένα σκοτεινό περιβάλλον της παράστασης, λειτουργούσε αφαιρετικά, μπορούσες να μεταφερθείς στη Θήβα, γιατί όχι, στην Επίδαυρο, να μετρήσεις τον χρόνο με την αγωνία του Αίμονα, την οργή του Κρέοντα και την σιγουριά των βημάτων της Αντιγόνης.
Βέβαια υπήρχαν και κάποιες παραστάσεις, που η μαγεία της έμενε στα καμαρίνια. Επιμένοντες συναγερμοί από τις γειτονικές οικίες, πυροτεχνήματα από ένα γάμο, ο σκύλος που από τη… χαρά του για την παράσταση δεν σταμάτησε καθ΄όλη τη διάρκειά της να γαβγίζει, ο νεαρός που βρήκε την ώρα να μαρσάρει το μηχανάκι του στην Ιωάννας Δρυμπέτη και βέβαια της νύχτας η σιγαλιά, που επέτρεπε η Λεωφόρος Βενιζέλου να χαιδεύει τ΄αυτιά μας, κυρίως τα Σαββατοκύριακα, με το σουλάτσο των τζιπ των βορείων γειτόνων μας.
Η ίδια παράσταση, όταν παίχτηκε το Σεπτέμβριο στο πιο ήσυχο αίθριο του δημαρχείου της Κηφισίας, όχι μόνο έχασε την μαγεία της, αλλά κατά τη διάρκειά της, μπορούσες να μπερδέψεις την είσοδο του Βοσκού με τον… δημοτικό κλητήρα ή τον Τειρεσία με τον… δήμαρχο που έσπευδε να τιμήσει την παράσταση.
Η φετινή απόπειρα του κ. Μπουσδούκου και του Λ.Θ. με τις «Εκκλησιάζουσες» εξ ίσου προκλητική για τα κατεστημένα τηλεοπτικά γούστα αλλά και απαιτητική για τους συντελεστές της.
Πέτυχε απόλυτα και λόγω της οικονομικής συγκυρίας. O κόσμος θέλει να γελάσει, να ξεδώσει, να ξεχάσει για δυο ώρες τα βάσανά του. Η παράσταση του έδωσε ακριβώς αυτό αφού συνδύασε τέλεια την αττική κωμωδία με τις καλύτερες στιγμές της νεοελληνικής επιθεώρησης και παρά τις συνήθεις και φέτος παρεμβάσεις συναγερμών, σκύλων, μηχανόβιων και τζιπ οι θεατές έδειχναν να απολαμβάνουν την παράσταση, με ενθουσιώδεις κριτικές και επαίνους, ανώτερους και από αυτούς της Αντιγόνης.
Η παράσταση απαιτούσε φως. Να φανεί η Αττική όταν χαράζει, ο Σαρωνικός όταν λάμπει, αλλά ο χώρος δεν… μύριζε αρχαία Αθήνα, αλλά εντόνως Νέα Ερυθραία και δημοτικό θέατρο.
Ο χώρος που αποκαλούμαι δημοτικό θέατρο, μπορεί να είναι «θέατρο», γιατί εντός αυτού ανεβαίνουν παραστάσεις, το ίδιο θα μπορούσε να γίνει σε οποιαδήποτε πλατεία η αλάνα της πόλης, αλλά θεατρικός χώρος δεν είναι, επειδή δεν συγκεντρώνει ούτε στο ελάχιστο τις βασικές προϋποθέσεις που απαιτούνται (ήχος, σκηνή, κερκίδες κλπ), για να ανέβει σωστά μια παράσταση.
Έφτασε, επιτέλους, ο καιρός ο χώρος να διαμορφωθεί σε πραγματικό ανοιχτό θέατρο. Το σημείωμα αυτό γράφεται όχι για να εκθειάσει το «Λ.Θ.», που δεν το έχει πλέον ανάγκη, αλλά για να θέσει μετ΄ επιτάσεως την ανάγκη δημιουργίας ενός πραγματικού ανοιχτού θεάτρου, αντάξιου του επιπέδου του «Λ.Θ.» και της σημαντικής δουλειάς που κάνουν οι άνθρωποι του.