του Νικόλα Καραγιάννη *

Η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να είναι στα πρόθυρα νέας ενεργειακής κρίσης αφού το βαρέλι πετρελαίου έχει αισίως φτάσει τα 100 δολάρια, με αποτέλεσμα αυτή η αύξηση να έχει άμεσο αντίκτυπο στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών που θα δουν ανήμποροι τους λογαριασμούς τους σε ενεργειακό εφοδιασμό να αυξάνονται περαιτέρω.
Για του λόγου του αληθές, το τρομακτικό φράγμα των εκατό δολαρίων ανά βαρέλι που τρομάζει τους πολίτες λόγω της αναπαραγωγής του από διάφορες μερίδες των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης δεν είναι, στην ουσία, τόσο τρομακτικό. Επί του προκειμένου, ένα βαρέλι περιέχει 159 λίτρα ακατέργαστου πετρελαίου. Αυτό σημαίνει ότι το κάθε λίτρο τέτοιου πετρελαίου κοστίζει στους προμηθευτές σχεδόν 43 σεντς του ευρώ. Για να διαμορφωθεί η τελική τιμή πρέπει κανείς να προσθέσει το ΦΠΑ, τους φόρους, τις επιδοτήσεις, και το κέρδος του προμηθευτή. Έτσι φτάνουμε στην τελική τιμή που είναι πολύ υψηλότερη από τα αρχικά 43 σεντς.
Σε αυτό το επίπεδο, και επειδή δεν υπάρχει κοινή φορολογική πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι στην ευχέρεια κάθε κράτους μέλους να οργανώσει την αγορά όπως εκείνο επιθυμεί.
Έτσι, στην πρωτεύουσα των Ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, το Βέλγιο, παραδείγματος χάριν, όπου πριν από τις διακοπές σχηματίστηκε προσωρινή κυβέρνηση μετά από 200 μέρες απραξίας, το πρώτο μέλημα του νυν Πρωθυπουργού ήταν να ορίσει Υπουργό Ενέργειας και Κλίματος. Είναι φυσικά ο άνθρωπος που αυτήν την στιγμή μονοπωλεί τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, αφού ο χειμώνας στην χώρα είναι αρκετά βαρύς και η νέα αγορά ενέργειας που σχηματίστηκε (με την προσθήκη ιδιωτικών εταιριών έπειτα από την φιλελευθεροποίηση της αγοράς) δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αντιθέτως, σε όλες τις εταιρίες (δημόσιες και ιδιωτικές) οι τιμές ανέβηκαν κατά μέσο όρο  10%. Αυτό έδωσε το έναυσμα στην μεγαλύτερη ένωση καταναλωτών της χώρας να πάει τις εταιρίες στα δικαστήρια με την δικαιολογία ότι δημιούργησαν ιδιωτικό ολιγοπώλιο που ελέγχει τις τιμές εις βάρος των καταναλωτών. Τι κάνει εν τω μεταξύ η κυβέρνηση; σχεδόν τίποτα. Αντί να μειώσει τους φόρους στα καύσιμα (που κυμαίνονται από 19,5% για το πετρέλαιο καύσης στο τρομακτικό 59% για την βενζίνη) ρίχνει την πίεση πάνω στις ιδιωτικές εταιρίες. Δημιουργείται λοιπόν ένας φαύλος κύκλος και την νύφη πληρώνει ο πολίτης-καταναλωτής.
Και από την άλλη μεριά της Βόρειας Θάλασσας τα πράγματα δεν είναι πολύ καλύτερα. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο τέταρτος μεγαλύτερος προμηθευτής ενέργειας, αύξησε τις τιμές του κατά 12,7% για το ηλεκτρικό και 17,2% για το φυσικό αέριο την περασμένη εβδομάδα, με την δικαιολογία ότι το κόστος αγοράς ενέργειας στην αγορά χονδρικής έχει αυξηθεί πάρα πολύ. Ξανά όμως, θα μπορούσε εδώ να υπάρξει αντίδραση του Κράτους που θα έπρεπε να μειώσει τους φόρους, τουλάχιστον για τις κατηγορίες πολιτών με χαμηλό εισόδημα. Αντ αυτού, περιμένει να αναλάβει το κόστος η εταιρία. Είναι αλήθεια ότι μέσα σε ένα χρόνο, από τις αρχές του 2007, οι τιμές του ηλεκτρικού και του φυσικού αερίου έχουν αυξηθεί κατά 60 και 66% αντίστοιχα.
Το ίδιο σενάριο εξελίσσεται φυσικά και στην γειτονική Γαλλία όπου η Γαλλική κυβέρνηση συμφώνησε να αυξηθούν οι τιμές του φυσικού αερίου κατά 4% από την αρχή του χρόνου. Ο μεγαλύτερος όμως προμηθευτής της χώρας, η εταιρία Gaz de France, πιστεύει ότι μια τέτοια αύξηση δεν είναι αρκετή αφού δεν θα καλύψει τα παραπάνω έξοδα που θα έχει η εταιρία, με αποτέλεσμα η εταιρία να έχει καθαρές απώλειες της τάξεως των 90 εκατομμυρίων ευρώ για το πρώτο τρίμηνο του 2008. Είναι όμως σημαντικό να υπενθυμίσουμε ότι η ίδια εταιρία, διπλασίασε τα καθαρά της κέρδη τα τελευταία δύο χρόνια (φτάνουν σήμερα τα 2,2 δισεκατομμύρια ευρώ) και τριπλασίασε τα μερίσματα της (της τάξεως σήμερα των 1,1 εκατομμυρίων ευρώ). Είναι λοιπόν ξεκάθαρο πάνω σε ποιανού την πλάτη έχει στηθεί το βρώμικο παιχνίδι: του ανήμπορου καταναλωτή.
Στην Ελλάδα τώρα, τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα αφού το Κράτος έχει προνοήσει να εφοδιάζεται από πηγές που διατηρούν χαμηλές τιμές. Έτσι, πρώτος προμηθευτής πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι η Ρωσία. Επίσης, οι πολιτικές της εκάστοτε κυβέρνησης έχουν επιτρέψει να παραμείνει χαμηλότερη η οικονομική πίεση πάνω στα νοικοκυριά απ ότι στα άλλα Κράτη Μέλη. Έτσι, παραδείγματος χάριν, ένα λίτρο αμόλυβδης βενζίνης είναι πενήντα τις εκατό ακριβότερο στο Βέλγιο απ ότι στην Ελλάδα.
Πώς βγαίνει όμως κανείς τώρα από αυτήν την γενικότερη δύσκολη στάση; Η λύση είναι απλή: το κράτος πρέπει πρώτον να ελέγξει τα ολιγοπώλια, δεύτερον, πρέπει να αναλάβει ξανά τον συντονιστικό του ρόλο, περιορίζοντας τις τιμές ενέργειας προς κατανάλωση με μια σωστή φορολογική πολιτική, κατευνάζοντας τον καλπάζωντα πληθωρισμό ο οποίος έχει φτάσει τα 3,1% για την ευρωζώνη τον Δεκέμβριο του 2007, σημαντικά ψηλότερα από το 2% που επιτρέπει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Φυσικά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα ασκήσει την κριτική της εάν γίνει κάτι τέτοιο, αλλά όπως φαίνεται είναι ανήμπορή, κάτω από τις σημερινές περιστάσεις, να υπερασπισθεί τα συμφέροντα των Ευρωπαίων καταναλωτών.

* Πολιτικός Επιστήμονας, Υποψήφιος Διδάκτορας, Συνεργάτης Βουλευτή
του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Προηγούμενο άρθροΜε το πενάκι του Στράτου Στεριανού
Επόμενο άρθροΤραγούδια, διηγήματα και χιούμορ στην εκδήλωση για το κόψιμο της πίτας του «Λαϊκού Θεάτρου»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.