ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΡΑΚΟΥΛΗ
Οι αυτοβιογραφικές αναφορές, που αφορούν τον τόπο και το χρόνο γέννησης του Γιάννη Σκαρίμπα, αλληλοαναιρούνται. Το πιο πιθανό είναι να γεννήθηκε στο Αίγιο της Αχαΐας το 1893.
Τέλειωσε το Αλληλοδιδακτικό Δημοτικό της Ιτέας και το Ελληνικό Σχολείο του Αιγίου (1908). Παράλληλα, στην ίδια πόλη πήρε και το πτυχίο της Μέσης Δασικής Σχολής.
Αρχικά εργάσθηκε σαν λογιστής στην Πάτρα (εταιρεία Singer). Στρατεύθηκε στο βαλκανικό πόλεμο και μάλιστα παρασημοφορήθηκε για ένα τραύμα του στον αυχένα.
Εργάσθηκε προσωρινά ως τελωνοσταθμάρχης στην Ερέτρια. Το 1919 εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα δουλεύοντας ως εκτελωνιστής, τον ίδιο χρόνο μάλιστα παντρεύεται την Ελένη Κεφαλλονίτη με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά.
Για ένα μικρό διάστημα επιστρέφει στο νεοσύστατο τελωνείο της Ερέτριας , μετά όμως τη Μικρασιατική καταστροφή εγκαθίσταται πλέον μόνιμα στην αγαπημένη του Χαλκίδα.
Γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών την οποία σύντομα εγκατέλειψε λέγοντας: «Προτιμώ να μελετώ μονάχος και να δίνω τον ελεύθερο χρόνο μου στο γράψιμο». Η μετέπειτα πορεία του τον δικαίωσε περίτρανα.
Ο Γιάννης Σκαρίμπας υπήρξε πολυδιάστατη φυσιογνωμία. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη του γραπτού λόγου, χρησιμοποιώντας ένα δικό του τρόπο έκφρασης που τον καθιέρωσε άμεσα στα ελληνικά γράμματα (αλά- Σκαρίμπα ύφος).
Με την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα (1929), σε διαγωνισμό που οργάνωσε το περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα», απέσπασε το πρώτο βραβείο. Χαρακτηριστική ήταν η γνωμοδότηση της επιτροπής: Πρωτότυπο ύφος, γλώσσα εκρηκτική, πλούσιες εικόνες που μοιάζουν με λαϊκές ζωγραφιές.
Ακολούθησαν άλλα δύο βιβλία: Το θείο Τραγί (1932) και ο Μαριάμπας (1935). Πρόκειται για βιβλία που διακρίνονται για την ανατρεπτική τους θέση, το «άτσαλο» γράψιμο και την μείξη του κωμικού με το τραγικό στοιχείο.
Με το θεατρικό του έργο «Ήχος του κώδωνος», που παίχτηκε στη Χαλκίδα το 1942, καινοτομεί εισάγοντας το θέατρο του παραλόγου. Ας επισημανθεί ότι ο Ιονέσκο, που θεωρείται ο πατέρας του παραλόγου, πρωτοεμφανίσθηκε με τη Φαλακρή τραγουδίστρια το 1946!
Ιδιαίτερο πάθος έτρεφε για τον καραγκιόζη που τον θεωρούσε το πιο γνήσιο είδος λαϊκού θεάτρου. Έπαιζε και ο ίδιος καραγκιόζη στο ταρατσάκι του σπιτιού του με ελεύθερη είσοδο. Απαγόρευε όμως την είσοδο στις εγκύους, γιατί «μπορούσαν να αποβάλουν από τα γέλια». Για τους πιτσιρικάδες το εισιτήριο ήταν ενάμιση αυγό!
Σημαντική επίσης ήταν η προσφορά του στην ιστορία. Πίστευε ότι η επίσημη ιστορία ήταν γραμμένη από «σφουγγοκωλάριους» και «σπαζομεσίτες» που έκρυβαν την αλήθεια.
Έτσι, μετά από πολύχρονες μελέτες, έγραψε το τρίτομο έργο, το «Εικοσιένα και η αλήθεια» που πολυσυζητήθηκε.
Με το βιβλίο αυτό άνοιξε τους δρόμους ώστε οι νεότεροι ιστορικοί να ανακαλύψουν την αλήθεια μέσα στα κρατικά αρχεία που ήταν επτασφράγιστα κρυμμένα και ήταν «τροφή των ποντικών και της υγρασίας των υπογείων».
Ασχολήθηκε με μεγάλη επιτυχία και με την ποίηση και έγινε γνωστός με τις ακροβασίες του στο στίχο και στη φόρμα, διατηρώντας όμως στο ακέραιο τη μουσικότητα του ποιητικού λόγου.
Η ποίηση του ήταν απλή, κάτι σαν τραγούδι είτε ελεγειακό είτε ερωτικό. Ποτέ όμως κοινωνικό. Ωστόσω κοινωνική και πολιτική κριτική άσκησε θαρραλέα προς πάσα κατεύθυνση με τη γνωστή του Σχολιογραφία
Σαρκαστικός, μαχητικός και οξύς βάλλει εκεί που διαπιστώνει «εθνικούς μειοδότες» «προσκειμένους της εξουσίας» και «δειλούς της πολιτικής».
Ο μπάρμπα- Γιάννης (έτσι τον αποκαλούσαν οι φίλοι του) ήταν μια ανήσυχη φύση που ποτέ του δε βολεύτηκε με τη συμβατικότητα. Έμεινε «απροσκύνητος» μέχρι το τέλος του βίου του.
Υπήρξε ένας απέραντος ποταμός λαϊκής σοφίας και γνώσης άλλοτε οργισμένος και άλλοτε είρωνας και σαρκαστικός Ήταν η φωνή του «ασήμαντου Έλληνα που δεν έχει δική του φωνή».
Αγνοήθηκε από τη φιλολογική επιστήμη για την οποία δεν έτρεφε και ιδιαίτερη εκτίμηση. Πάντως,γεγονός είναι ότι σφράγισε με το έργο του τα ελληνικά γράμματα.
Πέθανε σε ηλικία 91 ετών (1984) στην αγαπημένη του πόλη, τη Χαλκίδα. Παρέμεινε μέχρι τα στερνά του μάχιμος διατηρώντας δραστικό λόγο και μη χαρίζοντας κάστανα καθώς ο ίδιος έλεγε.
















