“Είμαστε οι μνηστήρες του χρόνου
και οι καταδικασμένοι του χώρου”
Ζήσιμος Λορεντζάτος
Βαδίζω μόνος σε μια Αθήνα που ετοιμάζεται ν’ αδειάσει. “Αδειάζει”. Αυτό το ρήμα πλέον, μας ακολουθεί σαν σκιά. Βαραίνει κάθε ιστορία, προσωπική και εθνική. Είμαστε υποσύνολα μιας κοινωνίας δημιουργημένης από τη χαοτική μας δύναμη, χρωματισμένη από τα οράματα και τις επιθυμίες μας. Οσα φτιάξαμε, όσα στριμώξαμε κι όσα ξεχάσαμε για μια άλλη ζωή.
Τόσα χρώματα όμως σε ποιό καμβά μπορούν να χωρέσουν… Η Βαβυλωνία των φωνών μας, έχτισε δρόμους μισούς. Δοκιμάσαμε να πετάξουμε χωρίς φτερά, κόντρα στη φύση μας που μας θέλει προσγειωμένους. Οι δυνάμεις μας είναι μονίμως δανεικές, και τα σπαθιά μας έχουν σκουριάσει από την πολυκαιρία. Οι σημαίες είναι στα μπαούλα. 2 φορές το χρόνο κρέμονται στα μπαλκόνια. Στις ψυχές μας όμως, σπάνια.
Ο τελευταίος καύσωνας, ταξίδεψε μέσα και πάνω μας. Χρόνια τώρα αυτό κάνει, γιατί η πραγματική Φύση, σιωπηλή μα πάντοτε παρούσα, μας δείχνει έναν άλλο δρόμο. Και τότε, ενεργοποιείται μια μνήμη ξεχασμένη.
Του παππού και της γιαγιάς, που σε κάποιο κατώι μας περίμεναν με το βλέμμα ανοιχτό. Του κατσικίσιου γάλακτος, που η μυρωδιά του, εμάς τους μοντερνιστές, τους ανδρειωμένους, τους κυνηγούς της ατελείωτης εφηβείας, μας απωθούσε…
Του πλάτανου που γέμιζε με τη δροσιά του την άδεια πλατεία, πριν κατακλυστεί από GOURMET-BAR.
Του καφενείου που έπαιζε χαμηλόφωνα Καζαντζίδη ή Ακη Πάνου, κι όχι Βανδή ή Βίσση με αβάσταχτη ένταση. Του “υποβρυχίου” που σε περίμενε στο ποτήρι με το νερό. Αρωμα. Γεύση. “Υπάρχω κι εγώ”, σου ψιθυρίζει ο έναστρος ουρανός. “Αλλά εκεί που είσαι, πώς να με δείς;”
Του ποταμού που σε ξεδιψούσε, κι όταν βουτούσες μέσα του κι αναρωτιόσουν “τώρα, τί άλλο να ζητήσεις”, εκείνος συνέχιζε να θωπεύει την ψυχή σου με τη δροσιά του, ειρηνικός, αχρονικός, αιώνιος.
Χωριό. Πατρίδα που η επηρμένη μας κοσμοαντίληψη εξοβέλισε μακριά. Σε παραδόσεις ξένες, σε νοοτροπίες μηχανικού καταναλωτή, γεμάτες COCA-COLA, τεχνητούς τροπικούς παραδείσους φτωχών κοινωνιών, μακριά από τη βυσσινάδα, το ροδάκινο, το λεμόνι. Πάντα μακριά, και σπανίως εδώ. Είναι λοιπόν τόσο τραυματικό αυτό το “εδώ” και το αρνούμαστε;
Ο καύσωνας έφυγε. Οι πλατείες σιγά-σιγά μένουν μόνες με τα ίχνη των ανθρώπων. Σαν να άνοιξε μια μεγάλη αυλαία, αλλά οι “πρώτοι αγωνιστές” να είναι τα κτίρια, οι δρόμοι, τα μισερά δέντρα, τα παράξενα οπωροφόρα της Αθήνας, αυτά που ο καρπός τους γίνεται όπλο στα χέρια κάθε αντίδρασης ή απλά εκτόνωσης.
Ενας ρημαγμένος τοίχος γράφει: ΜΕΧΡΙ ΧΤΕΣ, ΚΡΑΤΟΥΣΕΣ ΤΗΝ ΠΕΤΡΑ ΚΙ ΕΧΤΙΖΕΣ. ΣΗΜΕΡΑ ΤΗΝ ΚΡΑΤΑΣ ΚΑΙ ΓΚΡΕΜΙΖΕΙΣ. ΑΥΤΟ ΘΕΛΕΙΣ;
Τα περιστέρια μαζεύονται σε μια σκιά και κοιτούν φοβισμένα τους λιγοστούς διαβάτες. Ενα μικρό παιδί περνάει με ένα παγωτό στο χέρι. Ευχαριστημένο, μέσα στην πληρότητα της παγωμένης και δροσερής χημείας. Οι τουρίστες συνεχώς φωτογραφίζουν. Τα μάτια τους όμως τί βλέπουν; Χώνονται γρήγορα στο λεωφορείο και φεύγουν περιχαρείς. Ζούνε κι αυτοί το μύθο τους στην Ελλάδα. Γιατί στις δικές τους χώρες, οι “μύθοι” κλείστηκαν σε πύργους και ανάκτορα και χασμουριούνται βαριεστημένα, όταν σκέφτονται σε ποιά αποικία τους θα ταξιδέψουν ή πόσο θα μας πουλήσουν τα πετρέλαιά τους.
Ενα ασθενοφόρο σφυρίζει δυνατά. Στα σπλάχνα του, μια ζωή ασθμαίνει, τραντάζεται, πολεμάει με την ανάσα της. “Θέλω να μείνω!” φωνάζει. Να υπάρχω, να δίνω. Τόσα χρόνια έπαιρνα αχόρταγα. Κατάλαβα το λάθος μου. Θέλω να μείνω εδώ!”, φωνάζει απελπισμένα η ζωή. Μέσα στο λευκό όχημα, που αγωνίζεται να δώσει ζωή στη ζωή.
Είναι ακόμη καλοκαίρι. Στεγνό. Πυρωμένο. Με απώλειες. Ο πολιτισμός μας στέκεται βουβός όταν αντικρίζει αυτούς που έφυγαν, κάποια μοναχικά αστέρια που σε όποιο γαλαξία κι αν ταξίδεψαν, δεν ξέχασαν την Ελλάδα. Μέσα στην ξέρα του παραλόγου, έχτισαν το δικό τους “θέατρο”, τη δική τους “σκηνή”, την ύστατη αγωνία τους.
Αυτοί είναι οι πραγματικοί μύθοι. Γιατί πάντα στέκονταν ψηλά: σ’ έναν ουρανό αληθινό, σε μια φαντασία και σ’ ένα όνειρο που ποτέ δεν θα σβήσει. Κι αυτό το όνειρο, το έφεραν μπροστά στα ανυποψίαστα μάτια μας και το έβαλαν να μας πεί: “Σ’ αγαπώ. Με ή χωρίς λεφτά. Δυστυχισμένος έζησα, πριν να σε γνωρίσω. Φίλα με… Σ’ αγαπώ…”
Οι πύλες αυτής της πόλης είναι πάντα ανοιχτές. Τις περάσανε, δεκαετίες τώρα, εχθροί και φίλοι. Κατακτητές και προδότες. Λαοπλάνοι και ονειροπόλοι. Τις περνούν ακόμη, ιδέες και άνθρωποι. Με το όποιο οπλοστάσιό τους, προσπαθούν να μιλήσουν. Η χημεία της καταστολής τους διώχνει, ακόμη κι όταν περπάτησαν 250 χιλιόμετρα, ή κατέβασαν βρώμικα και αρρωστημένα σύμβολα. Πιστοί στον όρκο της ελευθερίας. Ακμαίοι. Να μας διδάσκουν. Εως το τέλος.
Το καλοκαίρι μας σαρώνει. Μέσα στην περιδίνηση που μας έτυχε να ζήσουμε, στο μόνιμο φόβο για το μέλλον. Ζητάμε θάλασσα καθαρή ν’ αγγίξουμε. Φώς νεογέννητο. Δάσος άκαφτο. Γή απούλητη. Ζητάμε και γυρεύουμε.
Ο χρόνος μας κοιτάζει και χαμογελά. Μας χρεώνει όνειρα, μας πιστώνει πίκρες.
Ο χειμώνας, τί θα μας αναγκάσει να δώσουμε; Ποιός το ξέρει…
Είναι πρωί, κι ο ήλιος είναι ήδη δυνατός.
___________
Το κείμενο αφιερώνεται στους Γιώργο Μαθόπουλο, Κατερίνα Μουστάκη, Μαρία Σαντιξή, Αννα Σαριλάκη. Τους ευχαριστώ.