γράφει η Κατερίνα Μουστάκη
«Είμαι 68 χρονών και δεν τον γνώρισα» Με σπασμένη φωνή η Υπατία Βουβούτση και με μάτια γεμάτα δάκρυα, έβγαλε την ελληνική σημαία που κάλυπτε το όνομα του ήρωα πατέρα της.
Γεώργιος Βουβούτσης, σκοτώθηκε στις 27 Δεκεμβρίου του 1940. Είναι ένας από εκείνους τους νεκρούς ήρωες, που μείνανε θαμμένοι στα αφιλόξενα χώματα της Αλβανικής γης, όπου έπεσαν «αγωνιζόμενοι υπέρ πατρίδος».
Ήταν πατέρας τριών παιδιών, της Μαρίτσας πέντε χρονών, του Γιάννη δυόμιση χρονών και της νεογέννητης Υπατίας.
Κλήθηκε να υπηρετήσει την πατρίδα. Σκοτώθηκε μετά από λίγους μήνες και τότε αρχίζει μια άλλη οδυνηρή πορεία για την οικογένεια.
Η νεαρή σύζυγος και μάνα, μόλις 25 χρονών, βρέθηκε ξαφνικά μόνη χωρίς σύντροφο και με ελάχιστα εισοδήματα για να αντιμετωπίσει τη ζωή, αυτή μαζί με τα τρία της παιδιά.
Η Σοφία Τζακέτα Βουβούτση, έγραψε τη δική της ηρωική ιστορία στην ανθρώπινη βίβλο. Μια ιστορία που μοιάζει απλή και συνηθισμένη για όσους είναι έξω από το χώρο και για όσους δεν έχουν βιώσει παρόμοιες καταστάσεις.
Η πατρίδα της απένειμε Δίπλωμα Τιμής και Ευγνωμοσύνης, σε επίσημη τελετή που έλαβε χώρα στο πολυτελές ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» μόνο που αυτό, εκτός από περηφάνια, δεν προσέφερε λύση για τις υπόλοιπες ανάγκες της οικογένειάς της.
Η σύνταξη του Ήρωα 5 δραχμές, δεν έφτανε ούτε για το ψωμί του μήνα. Αργότερα, μετά από δώδεκα χρόνια της δόθηκε μια άδεια «περιπτέρου».
Η «κυρία Σοφία» με οικονομίες και στερήσεις δουλεύοντας και η ίδια, κατάφερε να αναστήσει τα παιδιά της μόνη, τίμια και περήφανη.
Εκτός λοιπόν, από τον ήρωα άνδρα της Σοφίας, οφείλουμε τιμή και στην αφανή αυτή ηρωίδα, χήρα, μάνα, θύμα πολέμου, που όρθια παρ όλες τις συμφορές   που τη βρήκαν και την οικονομική ανέχεια, επιτέλεσε το δικό της καθήκον. Μεγάλωσε τα παιδιά της και τα απέδωσε στην κοινωνία, χρήσιμους και αξιοπρεπείς πολίτες. Ένα καθήκον πολύ δύσκολο, πολύχρονο και αγαπημένο που στο τέλος το αποτέλεσμα αποζημιώνει για κάθε θυσία. Και αυτό αποτελεί το «Δίπλωμα Τιμής» για κάθε τέτοια μάνα.
Αυτός όμως ο πόλεμος, όπως κάθε πόλεμος, είχε πολλά θύματα μαχητές στο πεδίο της μάχης αλλά και αμάχους. Αγωνιστές και αγωνίστριες, στις τάξεις της αντίστασης, που συνειδητά και από επιλογή τους τάξανε τη ζωή τους στον αγώνα.
Θέλω να σας διηγηθώ μια ιστορία που τυχαία άκουσα από ένα φίλο.
Αφορούσε στην πεθερά του για την οποία μίλαγε με πολύ σεβασμό, αγάπη και κυρίως περηφάνια.
Είναι γεγονός ότι τον τσίγκλησα λίγο, αστειευόμενη για την «καλή εντύπωση που είχε για την πεθερά του» και εκείνος με αφοπλιστική ηρεμία αλλά και συγκίνηση μου είπε:  «Δεν σου έχω μιλήσει ποτέ;»
Τότε  σοβαρεύτηκα διαπιστώνοντας στο βλέμμα και στο ύφος του ότι επρόκειτο για κάτι σπουδαίο. Και τον παρεκίνησα να μου διηγηθεί την ιστορία της. Άρχισε λοιπόν, με βλέμμα που είχε υγρανθεί και με φωνή ήρεμη να διηγείται : «Η μητέρα της Πέγκυ, είχε φυλακιστεί στο στρατόπεδο του Μπούχεσβαλντ στη Γερμανία».
Από το ερωτηματικό και απορημένο ύφος μου κατάλαβε ότι έπρεπε να συνεχίσει.
«Ήταν χειμώνας του 43, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, όταν συνελήφθη η πεθερά μου. Τότε ήταν 30 χρονών και ζούσε με την οικογένειά της στην οδό Μαιζώνος, στην περιοχή του Σταθμού Λαρίσης.
Η κατοχή την βρήκε εργάτρια σε κάποιο εργοστάσιο. Εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση, στις  τάξεις  του ΕΑΜ, όπου συμμετείχε ενεργά και με πλούσια δράση.
Αγωνίστρια, με θάρρος και αυτοθυσία συνελήφθη,  μετά από προδοσία, στο συμβολαιογραφείο του συμβολαιογράφου Βαλσαμάκη, τον οποίον και αργότερα εξετέλεσαν, όπου είχε πάει να παραδώσει το χρηματικό ποσό που συγκεντρώθηκε, από έρανο μεταξύ των πατριωτών για την απελευθέρωση  κάποιων αγωνιστών που βρίσκονταν στις φυλακές της Λάρισας.
Ο Χίτλερ τότε είχε ανακοινώσει ότι επρόκειτο, λόγω Χριστουγέννων να απελευθερώσει κάποιους φυλακισμένους. Με αυτά τα χρήματα είχαν αποφασίσει να χρηματίσουν κάποιους γερμανούς για να επιτύχουν την απελευθέρωση συντρόφων τους, μεταξύ αυτών και τον Κώστα Λουλέ.
Μετά τη σύλληψή της οδηγήθηκε στα κρατητήρια της οδού Μέρλιν, όπου και ανακρίθηκε αλλά δεν μαρτύρησε πού είχε κρύψει τη λίστα με τα ονόματα των συντρόφων.
Ψάξανε όλο το σπίτι της, σηκώσανε ακόμα και τα μάρμαρα του νεροχύτη, δεν βρήκανε  τίποτα. Το χαρτί το είχε κρυμμένο στον πάτο του ψυγείου της εποχής, στο «φανάρι».
Η δίωξη επεξετάθη σε όλη της την οικογένεια, συλλάβανε τη μητέρα και τα αδέλφια  της καθώς και τον γαμπρό της. Κατασχέσανε όλη την περιουσία τους και οδηγήσανε την αδελφή της στη φυλακή στο Χαϊδάρι, για έξι μήνες,
Μετά την οδό Μέρλιν, οδηγήθηκε στις φυλακές Χαϊδαρίου μαζί με τους άλλους  άνδρες και γυναίκες που εκείνη την περίοδο ανεκρίνοντο στο κολαστήριο της οδού Μέρλιν. Οι άνδρες αργότερα την 1η Μάη, οδηγήθηκαν και εκτελέστηκαν  στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Οι γυναίκες οδηγήθηκαν όμηροι σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία στο Ράβενσμπουργκ.
Ήταν εξήντα μία γυναίκες, ανάμεσά τους η δεκαεξάχρονη Ανθούλα, που πιάστηκε στην περιοχή του Πολυτεχνείου   να μοιράζει προκηρύξεις.
Μετά το Ράβενσμπουργκ, η πεθερά μου, οδηγήθηκε στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ. Εκεί τους επέβαλαν σε καταναγκαστική εργασία, φτιάχνανε κάλυκες για σφαίρες. Υπέφεραν από τις κακουχίες. Η πεθερά μου είχε αποκτήσει ένα συρίγγιο στον κόκκυγα από τις κλωτσιές και την κακομεταχείριση, που υπέστη από τις συγκρατούμενές τους, Πολωνέζες δεσμοφύλακες.
Απελευθερώθηκαν στις 10 Μαίου το 1945 από το Βελγικό Συμμαχικό Στρατό.  Από τις εξήντα μία ελληνίδες ομήρους, κατεγράφησαν μόνο δεκαοχτώ. Οι άλλες εξαφανίστηκαν.
Η πεθερά μου, λόγω του προβλήματος υγείας που είχε, μεταφέρθηκε από τον Ερυθρό Σταυρό σε νοσοκομείο της Λειψίας, όπου παρέμεινε τρείς μήνες μέχρι την αποθεραπεία της.
Στη Λειψία γνώρισε και τον μετέπειτα σύζυγό της Γιάννη  Αμμολοχίτη, ο οποίος ήταν και αυτός όμηρος  σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία.
Μετά το νοσοκομείο και με τη φροντίδα του Ερυθρού Σταυρού έφθασε με το τραίνο στο Βελιγράδι.
Από εκεί όμως έπρεπε να φτάσει στην Ελλάδα. Πώς; Με τι μέσον;  Δεν υπήρχε κανένα μεταφορικό.
Ξεκίνησε με τα πόδια κι έφτασε στη Ελληνικά σύνορα στις 31 Ιουλίου 1945. Από εκεί έφτασε με τραίνο στην Αθήνα, όπου και βρήκε τους δικούς της.
Όσες από τις συγκρατούμενες ελληνίδες αγωνίστριες επέζησαν, κάθε χρόνο στις 9 Μαΐου συναντώνται για να θυμούνται. Είπα συναντώνται! Δεν ξέρω πόσες ακόμη είναι στη ζωή και αν είναι.
Η πεθερά μου πέθανε στις 26 Οκτωβρίου του 1991, ετάφη παραμονή της Εθνικής Γιορτής, ονομαζότανε Παναγιώτα Σόκαρη, ήταν το Νο 446, στο στρατόπεδο Ραβενσμπουργκ, Αγωνίστρια του Εθνικού Απελευθερωτικού Αγώνα 1941 45, έτσι γράψαμε στο αγγελτήριο του θανάτου της..»
Σταμάτησε να μιλάει, το πρόσωπό του είχε κοκκινίσει από τη συγκίνηση. Τα μάτια του λάμπανε. Τον είχε συνεπάρει η Ιστορία. Δεν τον διέκοψα καθόλου. Και τι να πω άλλωστε!!!
Μόνο που όλη την ώρα τριγυρνούσε στο μυαλό μου το αυτοβιογραφικό κείμενο του Ιάκωβου Καμπανέλλη και το τραγούδι του για το Μαουτχάουζεν :
«Τον καιρό εκείνο .. Αυτές οι γυναίκες και αυτοί οι άνδρες που αλληλοκοιτάζονται  σιωπηλά επί ώρες ατέλειωτες, ήταν ντυμένοι με τα ριγωτά, ξεθωριασμένα, χιλιοφορεμένα ρούχα του κάτεργου.
Τα σώματά τους ήταν πετσί και κόκκαλο, τα μάγουλά τους ρουφηγμένα και μαλλιαρά από την αβιταμίνωση. Τα μαλλιά κουρεμένα με μια λουρίδα ξυρισμένη στη μέση, απ το κούτελο ως το σβέρκο. Μόνο τα μάτια ήταν πιο μεγάλα και πιο βαθιά από άλλοτε για να χωράει ο φόβος »
Και είχα αρχίσει να σιγοψιθυρίζω το τραγούδι:
«Τι ωραία που είναι η αγάπη μου
Με το καθημερινό της φόρεμα
και ένα χτενάκι στα μαλλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως ήταν τόσο ωραία.
Κοπέλες του Άουσβιτς του Νταχάου κοπέλες
μην είδατε την αγάπη μου
τη χαϊδεμένη από τη μάνα της
και τ αδελφού της τα φιλιά.
Την είδαμε σε μακρινό ταξίδι
δεν είχε πια το φόρεμά της
ούτε το χτενάκι στα μαλλιά
την είδαμε στην κεντρική πλατεία
με έναν αριθμό στ άσπρο της χέρι
Κανείς δεν ήξερε πως ήταν τόσο ωραία »

Προηγούμενο άρθροΚαι πάλι μας χαρίζουν!
Επόμενο άρθροΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΕΤΕΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.