Το καλοκαίρι πλησιάζει. Η πόλη αρχίζει να δείχνει την κόπωσή της. Κλεινόμαστε μέσα σε γραφεία ή καταστήματα, στους χώρους που η ζωή ή κάποια συγκυρία της μας όρισε, κι αναμένουμε. Τον πλούτο, το κέρδος, την ευτυχία, τη νεότητα, κάτι ανέλπιστο που θα κάνει το βίο μας σημαντικό. Στα βάθη της ψυχής μας τρέχει πάντα μια ελπίδα, όπου κι αν ζούμε. Η ψυχή πάντα θα γυρεύει μια λύτρωση, ένα φωτεινό διάλειμμα που θα της θυμίζει, ότι πρέπει να μένει όρθια, αγνή, αμόλυντη.
Σε ένα τέτοιο διάλειμμα, ένοιωσα την αύρα της θάλασσας να ζητάει το βλέμμα μου. Είναι στ? αλήθεια τόσο παράξενο. Τα πράγματα που σου προσφέρονται απλόχερα και δεν σου ζητούν, είναι δίπλα σου και γαληνεύουν το εγωπαθές σου σώμα, τα θυμάσαι πάντα τελευταία, τ? αφήνεις να υποφέρουν από το χέρι σου και τα πάθη σου. Γιατί άραγε…
Έβλεπα τα κύματα να έρχονται και κάθε σκέψη έσβηνε. Ξαφνικά, άκουσα το όνομά μου. Γυρίζοντας, αντίκρισα το Φάνη.
Ο Φάνης είναι ένα παιδί 18 χρονών. Μένει κοντά στο σπίτι μου με την οικογένεια του. Σεμνό παιδί. Κι ευγενικό. Από το αριστερό του μάτι δεν έβλεπε καλά. Η ματιά του όμως ήταν καθαρή. Τίμια, παλικαρίσια. Οταν σ? έβλεπε στο δρόμο τα πρωινά που έφευγε για το σχολείο του, πρώτος εκείνος σε χαιρετούσε και καταλάβαινες ότι το έκανε με την καρδιά του, όχι γιατί το επέβαλλε κάποιος κανόνας, αλλά γιατί ένοιωθε μέσα του τί θα πεί σεβασμός.
Κάτσαμε σ? ένα κέντρο που μόλις είχε ανοίξει. Σκούπισε τα κουρασμένα του μάτια από την άμμο που ο άνεμος έφερνε, έκλεισε το παλιό κινητό του και με κοίταξε για λίγο.
«Πώς και είστε εδώ τέτοια ώρα; με ρωτάει.
«Ζήτησα κι εγώ τη θάλασσα, του απαντώ. Κι εμένα, κάτι με βαραίνει».
Κοίταξε τον ορίζοντα. Από δεξιά, ένα μεγάλο πλοίο έφευγε προς κάποιο προορισμό, προς μια άγνωστη Ιθάκη.
Ο Φάνης, φέτος τελειώνει το Λύκειο κι ετοιμάζεται για το «μεγάλο άλμα». Σπουδές.
Ο πατέρας του εργάζεται σαν συμβασιούχος στο δήμο, με το άγχος της απόλυσης για χρόνια. Η μητέρα του κάνει την πιο σκληρή δουλειά: μάνα. Μεγάλωσε αυτόν και την αδελφή του με μεγάλες δυσκολίες και στερήσεις. Η σιωπή της όμως ήταν περήφανη. Δεν ζήλεψε τις ανέσεις που γεμίζουν ψευδαισθήσεις τη ζωή μιας γυναίκας. Ακουγε κάτι θλιβερές υπάρξεις να γκρινιάζουν που δεν τους έφταναν τρείς μισθοί για τα καλλυντικά τους, και απορούσε. Το σπίτι τους ήταν φτωχικό, με λίγες ανέσεις, αρκετές όμως για να γεννήσουν συνειδήσεις ανθρώπων και όχι αριθμών.
Με τον άντρα της δεν τσακώθηκε ποτέ. Αγαπούσε, σεβόταν και στήριζε ο ένας τον άλλο. Και πάνω από όλα, τα παιδιά τους. Να μορφώσουν τη ψυχή τους, να είναι κοινωνοί αγάπης, αρμονίας. Σ? ένα κόσμο, που συχνά σπέρνει σκοτάδι.
Ο Φάνης, το περασμένο καλοκαίρι εργαζόταν.
«Ηθελα να εξιλεωθώ, μου είχε πεί τότε όταν τον συνάντησα. Εκείνη τη χρονιά έκανα κακές παρέες. Νόμιζα πως κάτι κάνω, αλλά με την συμπεριφορά μου στεναχωρούσα τους δικούς μου. Οταν αυτοί που θεωρούσα φίλους μου καβατζώνανε πράγματα από καταστήματα, έκοψα αμέσως από αυτούς. Ενα βράδυ ήρθε η αστυνομία στο σπίτι και μας πήγε οικογενειακώς στο τμήμα. Με ρώτησαν πολλά. Τρόμαξα πολύ. Ο πατέρας μου για μέρες ήταν αμίλητος. Η μάνα αρρώστησε. Τους ορκίστηκα πως δεν είχα κάνει τίποτα. Με πίστεψαν. Το καλοκαίρι δούλεψα παντού. Η συνείδηση μου είχε βουτήξει στο φιλότιμο και με γέννησαν ξανά. Κουράστηκα πολύ. Ενα καλοκαίρι ήταν όμως. Ο πατέρας μου δουλεύει 30 καλοκαίρια και δεν μας λείπει τίποτα».
Τώρα έχω μπροστά μου έναν απορημένο νέο, που ετοιμάζεται να λάβει θέση στην πύρινη αφετηρία της ζωής..
«Τί κόσμος είναι αυτός, μου λέει. Τόσοι πόλεμοι, καταστροφές, τόσες χαμένες ζωές, για λίγο πετρέλαιο ή χρυσάφι; Τόσα χρόνια ακούω στις τηλεοράσεις τόσους υπεύθυνους να μιλούν για πατρίδα, για ομόνοια, για ενότητα, αλλά αντί να δημιουργούν, ρημάζουν. Αλλάζουν συνεχώς το εκπαιδευτικό σύστημα μέχρι να μας εξουθενώσουν και να βαρεθούμε τη γνώση, μας φορτώνουν χρέη στις πλάτες μας, θητείες σε στρατούς που μένουν ακίνητοι σε προκλήσεις, και όταν ζητήσουμε δουλειά, μας ρωτούν σε ποιά κλαδική είμαστε γραμμένοι. Μιλάμε για όνειρα και αυτοί που πρέπει να τα ακούσουν, γελούν. Αυτό δεν είναι κατάντημα; Είμαστε μια γενιά που θέλει να πιστέψει. Γιατί μας το στερείτε;»
Νοιώθω την πίκρα του και δεν μιλάω.
«Με συγχωρείτε, μου λέει. Είμαι πολύ κουρασμένος».
«Μην απολογείσαι, του λέω. Έχεις δίκιο. Φταίω κι εγώ».
Σιωπούμε για λίγο.
Τον ρωτώ πώς έγραψε στις εξετάσεις. «Καλά», μου απαντάει. Είναι ευχαριστημένος και ελπίζει.
«Θέλω να γίνω αρχιτέκτονας, λέει. Διάβασα για τον Κωνσταντινίδη, τον Πικιώνη, τον Τομπάζη. Ιερές μορφές, που άλλαξαν τον κόσμο μου. Δεν τη θεωρώ δουλειά, αλλά λειτούργημα. Οταν καλείσαι να στεγάσεις όνειρα και ψυχές, πρέπει να στέκεσαι ευλαβικά μπροστά στο υλικό που έχεις. Να χτίζεις με πόνο ψυχής, με αγωνία για μια ζωή ανθρώπινη, να νοιώθεις την ευθύνη να καίει τα χέρια σου. Να μην ξεχνάς πως κάθε όνειρο πρέπει να αναπνέει. Αυτό θα είναι το υλικό μου, για όποιον με τιμήσει με την εμπιστοσύνη του: το οξυγόνο. Μόνο να με αξιώσει ο Θεός…»
«Αν περάσεις επαρχία; τον ρωτώ.
«Θα πάω. Θα είναι δύσκολα. Είμαστε φτωχοί. Αλλά θα πάω».
Η ώρα πέρασε. Όπως πάντα.
«Επιτρέψατε μου. Πρέπει να φύγω». Με χαιρέτησε.
«Σου εύχομαι να πετύχεις», του λέω.
Ένα φως ακολουθούσε αυτό το παιδί. Άνοιγε μπροστά του ένα δρόμο, μια ελπίδα. Πως μπορείς να προδώσεις μια ελπίδα; Πως θα το κοιτάξεις στα μάτια, όταν θα σου πει «βοήθησε με», χωρίς να νιώσεις τον κεραυνό της ευθύνης σου απέναντί του;
Στάθηκα μπροστά στη θάλασσα και γύρεψα κουράγιο. Για όλα αυτά τα παιδιά που αγωνιούν και περιμένουν. Από μένα, από σένα, από όλους.

Προηγούμενο άρθροΣυλλαλητήριο, πατριώτες
Επόμενο άρθροΠαρελθόν και μέλλον αυτού του τόπου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.