Ο γνωστός Κηφισιώτης καλλιτέχνης που εμφανίστηκε πρόσφατα στο «Φεστιβάλ Ηχοχρωμάτων» μιλάει για τα τραγούδια και τις επιρροές του από την αγγλόφωνη ποπ μέχρι το ρεμπέτικο

Με αφορμή το «Φεστιβάλ Ηχοχρωμάτων» του Δήμου Κηφισιάς στο πάρκο Ηρώων Πολυτεχνείου πριν από μερικές εβδομάδες, θελήσαμε να γνωρίσουμε καλύτερα τον καλλιτέχνη εκείνο με τη νεορομαντική διάθεση, το ρετρό ύφος και την επαφή με τη μουσική μιας άλλης εποχής -όπως αναφέρουν πολλοί-, Γιάννη Αναγνωστάτο ή όπως είναι ευρέως γνωστός, Λόλεκ.
Ο Λόλεκ ζει και δημιουργεί στην Κηφισιά και ως Κηφισιώτης εμφανίστηκε αφιλοκερδώς στο φεστιβάλ ηχοχρωμάτων. Έχοντας στο ενεργητικό του δύο άλμπουμ, ένα σε αγγλικό και ένα σε ελληνικό στίχο, προσπαθεί να μιλήσει μέσα από τα τραγούδια του, να εξωτερικεύσει τα συναισθήματά του και να επαναφέρει στη μνήμη μας ότι σημασία έχει ουσιαστικά η γνησιότητα και η απλότητα του κάθε πράγματος.

– Έχει αναφερθεί από αξιόλογους ανθρώπους στο χώρο σου, αλλά και από τον κόσμο που ακούει τη μουσική σου, ότι οι δημιουργίες σου λειτουργούν ως δίαυλος του παρελθόντος και του τώρα. Συμφωνείς με αυτή την άποψη;
«Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν το σκέφτηκα έτσι. Δεν ήταν ποτέ ο σκοπός μου να φέρω κάτι από την παλιά μουσική και κουλτούρα. Στην τέχνη, όμως, όπως το έχει δείξει και η ιστορία, σημασία έχουν οι ρίζες. Μόνο αν σταθείς στο παρελθόν, το εξετάσεις, δεθείς μαζί του, θα μπορέσεις να προχωρήσεις μπροστά».

– Οι επιρροές που λειτούργησαν καταλυτικά στην μουσική σου ιδιοσυγκρασία, και ουσιαστικά σε κατεύθυναν, ποιες ήταν;
«Πολλά ρεύματα μπορώ να πω με επηρέασαν… από πολύ παλιές μουσικές, μέχρι και ολόκληρες κοινωνίες. Η μουσική ουσιαστικά που μου αρέσει είναι συνήθως ένα μείγμα από διάφορα είδη, στα πλαίσια του 1920 έως 1970, ανάμεσα στα οποία συνυπάρχει η ξένη με την ελληνική μουσική, αλλά και κάτι αρκετά πιο σύγχρονο. Η πρώτη συνειδητή επαφή μου με τη μουσική έγινε όταν ήμουν 13 χρονών και δύο χρόνια αργότερα άρχισα να γράφω μουσική. Τα ακούσματά μου τότε κατευθύνονταν από το γενικότερο κλίμα της εποχής, όπως το Heavy Metal και το Hard Rock. Οι επιρροές αυτές προήλθαν φυσικά από τους φίλους μου και τις κασέτες που μου έδιναν να ακούσω, Τρύπες, Metallica… λίγο μετά αγόραζα τους δικούς μου δίσκους και κασέτες».

– Πότε άρχισες να σκέφτεσαι τη μουσική πιο επαγγελματικά; Πότε, δηλαδή, κατάλαβες ότι αυτό που κάνεις σε εκφράζει και επιθυμείς να το προχωρήσεις ένα βήμα παραπέρα;
«Ουσιαστικά, ποτέ δεν σκέφτηκα όταν άρχισα να παίζω μουσική ότι κάποια στιγμή θα ασχοληθώ με αυτό πιο σοβαρά. Από μικρός έπαιζα ακορντεόν ως επιθυμία του πατέρα μου και στη συνέχεια έμαθα κιθάρα. Όλο αυτό, το θέμα με τη μουσική, προχωρούσε παράλληλα με τις δουλειές μου. Πρώτη φορά που είδα πιο επαγγελματικά την κατάσταση ήταν όταν μου έγινε πρόταση από την τωρινή μου εταιρία για τον πρώτο μου δίσκο το 2008. Το θεώρησα σημαντικό βήμα και σκέφτηκα ότι αφού μια εταιρία επενδύει λεφτά σε μένα, πρέπει να αξιοποιήσω αυτή την ευκαιρία. Θεωρητικά κάποιος άλλος στη θέση μου, δεν θα άφηνε την δουλειά του για να ασχοληθεί ουσιαστικά με το χόμπι του».

– Θα μπορούσες να χαρακτηρίσεις ρίσκο αυτή την κίνηση;
«Σίγουρα είναι ρίσκο. Ρίσκο, όχι μόνο για μένα, αλλά και για τα στερεότυπα και πρότυπα της ελληνικής κοινωνίας. Κανένας δεν ενδιαφέρεται ουσιαστικά για το τι πραγματικά θέλεις. Ακόμα και η ίδια σου η οικογένεια δεν μπορεί να αντιληφθεί απόλυτα τις επιλογές σου και να σε κατευθύνει προς το καλύτερο. Το καλύτερο για τον καθένα διχάζεται. Η ισορροπία δεν βρίσκεται στην υπακοή στις επιλογές της οικογένειας και των άλλων. Η ισορροπία βρίσκεται στη διαφορετικότητα».

– Είχα διαβάσει σε μία παλιότερη συνέντευξή σου ότι δεν θεωρείς τον εαυτό σου καλλιτέχνη. Ποια είναι τα στοιχεία του όρου καλλιτέχνης σήμερα, τα οποία δεν θέλεις να επωμιστείς;
«Αρχικά δεν μου αρέσει καθόλου όλη αυτή η συνοδεία που φέρει ο τίτλος του καλλιτέχνη. Σύμφωνα με τη μάζα, ο καλλιτέχνης είναι πιο ευαίσθητος, πιο ανέμελος και δεν σκέφτεται στέρεα και τετράγωνα. Ότι ίσως έχει μια αλλότρια και ανώτερη αντίληψη των πραγμάτων. Όλα αυτά μπορεί και να ισχύουν, απλά εγώ δεν συμφωνώ με όλη αυτή τη βαρύγδουπη ηχώ, που ακολουθεί τον τίτλο αυτό. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι ένας καλλιτέχνης μπορεί να αισθάνεται περισσότερο, όχι ότι δεν αισθάνεται. Δεν μπορεί να αυτοαποκαλείται ‘‘τρελός’’ και να χρησιμοποιεί ως κάλυμμα τη δουλειά του».

– Πιστεύεις ότι πολλοί εκμεταλλεύονται τον τίτλο της δουλειάς τους για να εξωραΐσουν τον εαυτό τους ουσιαστικά;
«Ναι, σίγουρα. Ο καθένας καταχράται οποιαδήποτε ιδιότητα διαθέτει και προβάλει τον εαυτό του ως πρότυπο. Οι άνθρωποι προσπαθούν να μπουν σε κάποιο ρόλο σε κάποια καρικατούρα, μέσα από το οποίο ζουν και γοητεύονται. Αυτό το κάνεις βέβαια, για να καλύψεις το κάθε σου κόμπλεξ, το κάθε απωθημένο γι’ αυτό που ήθελες να δείχνεις και να βγάζεις προς τους άλλους».

– Ποια είναι η άποψή σου για την εμπορική μουσική σκηνή και για τον τρόπο που τα ΜΜΕ την προβάλλουν;
«Σε ένα σύστημα πρέπει να υπάρχει ποικιλία για να έχει τη δυνατότητα ο κόσμος να επιλέγει. Δεν μπορώ να απαξιώσω την εμπορική μουσική σκηνή, γιατί αυτό είναι ξεκάθαρα θέμα του κοινού. Υπάρχουν φορές που ο κόσμος επιλέγει να διασκεδάσει μαζοποιημένος, χωρίς να χρησιμοποιεί το μυαλό και την κρίση του. Όταν όμως το κάνει συνειδητοποιημένα, δεν έχω κανένα πρόβλημα. Δεν σου κρύβω ότι και εγώ έχω διασκεδάσει σε μέρη στα οποία θεωρητικά δεν θα πήγαινα ποτέ. Αυτό που μετράει είναι η γνησιότητα των πραγμάτων. Δεν με απασχολούν τα ΜΜΕ και οι εκπομπές που ασχολούνται με το life style γενικότερα. Στην πραγματικότητα γελάω. Όλο αυτό στην τηλεόραση για μένα είναι ακραίες καταστάσεις και απευθύνεται σε κενούς ανθρώπους, οι οποίοι χρησιμοποιούν ως δικαιολογία της χαλάρωσης, την παρακολούθηση τέτοιων εκπομπών».

– Για ποιο λόγο πιστεύεις ότι ο κόσμος δέχεται ανεμπόδιστα αυτό το υλικό, παρακολουθώντας το ως άβουλη μάζα;
«Ο κόσμος φοβάται να μείνει εκτός μάζας. Είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς λίγο παραπάνω, υπάρχει φόβος μην τον πουν περίεργο, μην μπερδέψει τη ροή του πράγματος. Δεν είναι κάποια ηρωική πράξη, κότσια θέλει να ξεφύγεις από το σωρό, να μην σε νοιάζει πως φαίνεσαι. Να είσαι απλά περισσότερο ακέραιος».

– Θα δεχόσουν να συμμετάσχεις σε μια εκπομπή lifestyle, η οποία όμως θα προέβαλλε τη δουλειά σου;
« Έχω αρνηθεί πολλές τέτοιες προτάσεις, πράγμα που δεν γνωρίζει κανείς, αφού μόνο αυτά που δέχεσαι, μαθαίνονται. Πράγματα αρκετά δελεαστικά οικονομικά, τα οποία όμως δεν ταίριαζαν στην ιδιοσυγκρασία μου. Δεν μπορώ να κάνω κάτι με το οποίο θα γελάω μετά, κάτι που δεν θα με αντιπροσωπεύει. Αν δεχόμουν τέτοιες προτάσεις θα ήταν σαν να έκανα μουσική για τα χρήματα και πίστεψέ με, αν δεις έτσι τη μουσική, έχει χαθεί το παιχνίδι».

– Οι περισσότερες δημιουργίες σου κρύβουν μια μελαγχολία, ένα νοσταλγικό τόνο και ύφος που λείπει σήμερα. Χρησιμοποιείς τη μελαγχολία ως συναίσθημα για έμπνευση ή είναι κάτι βαθύτερο που πηγάζει από μέσα σου;
«Είναι κάτι που πηγάζει από μέσα μου, αφού ως άνθρωπος είμαι μελαγχολικός, σίγουρα αυτά που με διεγείρουν κουβαλάνε μια σκοτεινιά, που με ελκύει να ασχοληθώ μαζί τους. Αυτά τα πεσιμιστικά συναισθήματα προέρχονται από την ανάγκη μου να βγάζω αυτά προς τα έξω και όχι άλλες πιο χαρούμενες στιγμές. Μου αρέσει οι άνθρωποι να παθιάζονται με τη μουσική μου. Θέλω να επικοινωνούν, να μιλάω μέσα τους. Δεν υπάρχει πιο όμορφη διαδικασία από το να συνδέει κάποιος τη μουσική σου με κάτι δικό του, να δίνει μια δική του ερμηνεία».

-Το πρώτο σου άλμπουμ είναι αγγλόφωνο. Αυτό προέρχεται από την επιθυμία σου να απευθυνθείς σε διεθνές ακροατήριο ;
«Όχι καθόλου, ο λόγος ήταν καθαρά οι επιρροές μου εκείνο το διάστημα. Ίσως ήταν περισσότερο μια μιμητική τάση, η οποία ήρθε χωρίς καν να το σκεφτώ. Εκείνη την εποχή η μουσική που μου άρεσε, ήταν κυρίως ξένη και αυτά τα ελληνικά που ακούγονταν, δεν μου ταίριαζαν. Έτσι, ασυνείδητα, επέλεξα στρατόπεδο. Όταν όμως άρχισα να δίνω συναυλίες στην Ελλάδα, μού κακοφάνηκε ο ξένος στίχος, μού φάνηκε βασικά περίεργο. Δεν με ενδιέφερε η γλώσσα γραφής, αλλά η γραφή, οποιαδήποτε γλώσσα θεωρείται τρόπος έκφρασης. Από τον αγγλικό στίχο λοιπόν και τη μελαγχολική ρετρό μουσική, πέρασα στον ελληνικό στίχο και σε πιο πανκ ακούσματα. Δύσκολη επιλογή, γιατί ο κόσμος με είχε συνδέσει με το στυλ του πρώτου μου δίσκου και ήθελε μεγάλη σιγουριά για να προχωρήσω στο επόμενο στάδιο».

-Θα μπορούσε κι αυτό να θεωρηθεί άλλο ένα ρίσκο στη μέχρι τώρα καλλιτεχνική σου πορεία;
«Όχι, δε νομίζω ότι αυτή τη φορά θεωρείται ρίσκο. Για την αγορά, σε εμπορικό επίπεδο, σίγουρα είναι ρίσκο, αλλά για μένα σε καμία περίπτωση. Όταν είσαι σίγουρος γι’ αυτό που πας να κάνεις και έχεις εξετάσει όλες τις παραμέτρους, δεν πρέπει να φοβάσαι».

– Λόλεκ, λοιπόν. Πώς προέκυψε αυτό το καλλιτεχνικό σου παρατσούκλι;
«Είναι ακριβώς παρατσούκλι. Αρχικά έπαιζα με ένα φίλο μου μουσική και ως αστείο είχε ειπωθεί ο Μπόλεκ και ο Λόλεκ, τα γνωστά κινούμενα σχέδια. Στη συνέχεια, δουλεύοντας μόνος μου, μού έμεινε αυτή η ρετσινιά του Λόλεκ. Και όταν ήρθε η ώρα να κυκλοφορήσει ο δίσκος μου, με ρώτησε η εταιρία μου πώς θα ήθελα να προβληθώ ως όνομα και εγώ τους είπα αυτό».

– Θα ήθελα να μου πεις κάποια πράγματα για το φεστιβάλ ηχοχρωμάτων που έγινε πρόσφατα στο πάρκο της Νέας Κηφισιάς. Ποια είναι η άποψή σου για τέτοιου είδους εκδηλώσεις και ποια ήταν τα υπέρ και τα κατά της διοργάνωσης;
« Ήταν αναμφισβήτητα καλό που έγινε μια τέτοια προσπάθεια, όπως όμως όλες οι προσπάθειες στην αρχή έχουν προβλήματα, έτσι και αυτή είχε τις δικές της παιδικές ασθένειες. Δεν μπορώ να πω ότι δεν ήξερα τι θα αντιμετωπίσω, ήξερα. Οι προδιαγραφές υπήρχαν, δεν υπήρχε όμως η οργάνωση που αρμόζει σε τέτοιες εκδηλώσεις. Το πιο απογοητευτικό ήταν το κοινό που μας παρακολούθησε, το οποίο στην ουσία ήταν πολύ μεγαλύτερης ηλικίας απ’ ό,τι περίμενα. Εγώ ήλπιζα ότι σε μια εκδήλωση, η οποία είναι δωρεάν, σε ένα ωραίο μέρος, θα μαζευόταν κόσμος που θα μπορούσε να ακούσει τη μουσική μας, έστω και από απλή περιέργεια. Κάτι τέτοιο, δυστυχώς, δεν έγινε. Όταν πας κάπου και δεν ξέρεις ακριβώς πώς είναι τα πράγματα, μπορεί να βγει μια άσχημη και κακή εικόνα που δεν σε αντιπροσωπεύει. Για εμένα όμως καλύτερα να βγει μια κακή εικόνα από το να μη βγει καθόλου. Είναι πολύ σημαντικό να γίνονται τέτοιες οργανώσεις. Οι δήμοι χρειάζονται πολιτιστικό χαρακτήρα, μόνο αυτός μπορεί να τους αναβαθμίσει»!

– Ποια είναι η άποψή σου για την κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα; Πώς κρίνεις ως νέος άνθρωπος τη στάση των πολιτικών απέναντι σε αυτή τη χαώδη πραγματικότητα;
«Παρατηρώ ότι η κατάσταση που επικρατεί, είναι άδικη. Κάποιοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι έχουμε κάνει κάποιο σφάλμα, που πρέπει να πληρώσουμε. Στο δικό μου περίγυρο, πάντως, δεν έχει κάνει κανείς τίποτα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται το μόνιμο ερώτημα του γιατί. Γιατί να πληρώνουμε και γιατί να χρεωνόμαστε, ενώ δεν έχουμε ξοδέψει εμείς κάτι; Ερωτήματα που ποτέ δεν θα απαντηθούν. Με απογοητεύει αυτή η κατάσταση. Είμαστε μία γενιά που ενώ βρήκαμε έτοιμα τα πράγματα από τους προηγούμενους, το σχέδιο πήγε στραβά. Παίζουμε με πολύ διαφορετικούς όρους σήμερα».

– Αν σου γινόταν πρόταση να ζήσεις στο εξωτερικό, με περισσότερα χρήματα και σιγουριά, θα το επέλεγες;
«Δεν θα μου ήταν καθόλου εύκολο να εγκαταλείψω την Ελλάδα. Έχω ζήσει στο εξωτερικό και σου μιλάω εκ πείρας ότι δεν θα μπορούσα να το κάνω. Σε μια άλλη περίοδο της Ελλάδας, ίσως και να γινόταν, στη φάση όμως που είναι σήμερα, δεν θα την εγκατέλειπα για κανένα λόγο. Η Ελλάδα του σήμερα παρουσιάζει ένα άλλο ενδιαφέρον, μεγαλύτερο από εκείνα τα χρόνια της υποτιθέμενης ευμάρειας. Τώρα είναι η καλύτερη στιγμή να μείνουμε εδώ και να προσπαθήσουμε να βοηθήσουμε την κατάσταση».

– Τέλος, θα ήθελα να σε ρωτήσω αν ετοιμάζεις κάτι καινούργιο μουσικά.
«Αυτό το διάστημα ετοιμάζω ένα δίσκο με δύο φίλους μου με ρεμπέτικα τραγούδια, τα οποία τα έχουμε γράψει εμείς. Το ρεμπέτικο είναι η αφετηρία όλων για εμένα. Θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω ως ελληνικό πανκ, γιατί βγάζει μια όμορφη βιαιότητα, μια ελευθερία. Μια μυστηριώδη αλητεία που σε γοητεύει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο».

 

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ

Ο Λόλεκ ξεκίνησε μαθήματα ακορντεόν στην ηλικία των 12 ετών και συνέχισε με κιθάρα και τύμπανα, ενώ έχει σπουδάσει ηλεκτρολόγος μηχανικός. Την περίοδο 1999-2007 συμμετείχε στα συγκροτήματα Mafia Maggots, Touched και Bolek & Lolek, όπου έγραφε μουσική και έπαιζε τύμπανα.
Ο πρώτος του δίσκος με τίτλο «Alone» κυκλοφόρησε το 2009 από την Inner Ear, αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές. Την ίδια χρονιά, μελοποίησε το ποίημα «Κεριά» του Κ.Π. Καβάφη, για τις εκδόσεις «Οδός Πανός». Το δεύτερο άλμπουμ του Λόλεκ με τίτλο «Αχινός» κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2011 από το sublabel «Εξώστης» της Inner Ear.
Ο ίδιος έχει γράψει μουσική για τις θεατρικές παραστάσεις: «Χρονικό Διάστημα» (Θεατρικό έργο βασισμένο σε ποιήματα της Κικής Δημουλά, Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, 10/2009, σε σκηνοθεσία Μαρίας Ξανθοπουλίδου) και «Pet City» (Θέατρο Σημείο, 5/2009, σε σκηνοθεσία Μαρίας Ξανθοπουλίδου).
Έχει εμφανιστεί σε αρκετές συναυλίες, μεταξύ των οποίων, στο Snch Festival – Τεχνόπολις, στο Κηποθέατρο Παπάγου, στο Φεστιβάλ Ηλιούπολης, συνεργάστηκε με τον Matt Elliott για μια σειρά εμφανίσεων στο Half Note Jazz Club, ενώ τον Ιανουάριο του 2011 έδωσε συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο πλαίσιο της σειράς «Γέφυρες».

Προηγούμενο άρθρο«Η αρχή έγινε και ας ευχηθούμε ακόμα καλύτερη συνέχεια»
Επόμενο άρθροΑποσύρθηκαν κυκλοφοριακά θέματα από το Δημοτικό Συμβούλιο

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.