Κάθισε στον καναπέ να πιει τον απογευματινό της καφέ. Ήταν νωρίς ακόμη, περίμενε να περάσει η ώρα να πάει μέχρι την αδερφή της, να τη δει.
Άρχισε να ξεφυλλίζει το άλμπουμ με τις φωτογραφίες, που είχε στο τραπεζάκι του σαλονιού. Το μυαλό της γύρισε πίσω. Έτρεχε στα γεγονότα και τις μέρες που είχαν αποθανατιστεί.
Είδε φωτογραφίες της, νύφη. Υπήρχε και μια σημείωση από πίσω, του συγχωρεμένου του άντρα της: «Η νύφη είναι έγκυος». Χαμογέλασε. Την πείραζε! Όταν παντρεύτηκαν δεν υπήρχε δυνατότητα να βγάλουν φωτογραφίες «εβδομαδιαίες» ήταν σοβαρό έξοδο. Όμως ήθελε πολύ να έχει μια νυφική φωτογραφία και εκείνη, όπως όλοι. Απεφάσισαν μετά από επτά- οκτώ μήνες, αφού εξοικονόμησαν τα χρήματα να ντυθεί νύφη, τον έντυσε και εκείνον γαμπρό, όμως ήταν ήδη έγκυος έξι μηνών, η κοιλιά της δεν μπορούσε να κρυφτεί και για αυτό την πείραζε?
Κοίταζε και χαμογελούσε, σαν κινηματογραφική ταινία πέρναγαν τα γεγονότα μπροστά της. Να και ή μικρή της κόρη, είναι μουτρωμένη. Κουκλάκι ήτανε, θυμήθηκε το γεγονός. Ήταν Κυριακή πρωί, περνούσε ο κυρ Αντώνης, ο πλανόδιος φωτογράφος και η μικρή έπαιζε ντυμένη με τα καλά της στην αυλή. «Κυρά Στέλλα να βγάλω μια φωτογραφία τη μικρή; Με έστειλε ο άντρας σου». «Καλή ιδέα κυρ Αντώνη, κάτσε λίγο να την χτενίσω» στάθηκε αδύνατον. Δεν ήθελε, έβαλε τα κλάματα της έβγαλε την ψυχή. Τέτοιο πείσμα αυτό το παιδί! Τελικά κάθισε και στη προτροπή του κυρ Αντώνη «χαμογέλασε να βγει το πουλάκι», εκείνη σούφρωνε τα χείλη της.
«Ας, είναι καλά όλα τους παιδιά και εγγόνια μου!» Ευχήθηκε φωναχτά αυτή τη φορά, ξανακοιτάζοντας τις φωτογραφίες.
Γύριζε τα φύλλα του άλμπουμ, αφηρημένα μέχρι που η ματιά της σταμάτησε σε μια φωτογραφία. Τι της θύμησε!
Ήταν η άλλη κόρη της, σε ηλικία δέκα- έντεκα χρονών, είχε ψηλώσει ξαφνικά πολύ και ήταν λεπτή σαν κλαδάκι. Θύματα το γεγονός σαν να ήτανε χθες.
Έμεναν λίγες μόνο ημέρες για την 25η Μαρτίου.
Το σχολείο της θα έκανε παρέλαση. Εκείνη θα ήταν παραστάτης στην σημαία. Οι δάσκαλοι τους είχαν ζητήσει, αν ήταν δυνατόν, να βρουν μια στολή να φορέσουν, οι παραστάτες. Αν ένα παιδάκι δεν είχε θα παρελάσουν όλοι με τα ρούχα τους. Τα υπόλοιπα παιδιά δήλωσαν ότι έχουν στολές, εκείνη βρέθηκε σε δύσκολη θέση, δεν είχε στολή και δεν ήξερε τι να κάνει.
Ήξερε ότι δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα, να διατεθούν χρήματα για ενοικίαση, ούτε που το συζητούσε.
Γύρισε σπίτι. Είπε στη μαμά της το πρόβλημα που είχε.
Τα θυμάται όλα, σαν είναι τώρα. Άκουσε τη κόρη της να διηγείται τον καημό της και σφίχτηκε η καρδιά της. Έπρεπε οπωσδήποτε κάτι να κάνει. Καθησύχασε τη μικρή «Μη σε νοιάζει, θα βρούμε στολή!»
Θυμήθηκε τη μάνα της που της έλεγε πάντα: «Δεν πρέπει να ?χεις αλλά να ξέρεις»
Είχε απομείνει  μόνο λίγος χρόνος μέχρι την 25η Μαρτίου. Το μυαλό της άρχισε να παίρνει γρήγορες στροφές, έπρεπε να βρει λύση. Έπρεπε να το βάλει να δουλέψει εντατικά, ώστε η κόρη της να διατηρήσει τη περηφάνια της. Όχι ότι η φτώχεια είναι ντροπή αλλά η αξιοπρέπεια δεν της επέτρεπε να τη λυπηθούν.
Ήταν οικογενειακό κουσούρι τους. Πάνω απ? όλα η αξιοπρέπεια!
Άρχισε να ανοίγει συρτάρια, ντουλάπες, μπαούλα, όπου υπήρχε πιθανότητα να βρει κάτι που θα μπορούσε να μετατρέψει σε στολή.
Ξαφνικά θυμήθηκε, στο πατάρι έχει μια παλιά βαλίτσα με διάφορα ρούχα, αναμνηστικά, κυρίως των παιδιών. Την άνοιξε με ανυπομονησία, ήταν η τελευταία της ελπίδα. Βγάζει ένα αυτοκινητάκι που του έλλειπε μια ρόδα. Μια κούκλα με μαδημένα μαλλιά, μια ντουλάπα ροζ, κάτι στρατιωτάκια πλαστικά, μια ξεφούσκωτη μπάλα, ένα κουτί που έγραφε «ο μαστροχαλαστής» ήταν τα αγαπημένα των παιδιών της και τα φύλαξε να τους τα δώσει όταν μεγαλώσουν, για να διατηρήσουν τις ξένοιαστες  παιδικές αναμνήσεις τους που θα λειτουργήσουν σαν βάλσαμο στη ψυχή, κάθε φορά που θα το είχαν ανάγκη.
Αδειάζοντας σιγά ? σιγά τη βαλίτσα βρίσκει μια στολή τσολιά. Τη θυμάται της την είχε χαρίσει μια ξαδέλφη της για τα αγόρια της, ήταν του γιου της όταν ήταν πέντε χρονών. Την κοίταζε, την ξανακοίταζε. άρχισε να μονολογεί: «Λες; Θα το δεχτεί ή θα αντιδράσει και με το δίκιο της, θα δούμε. Θα προσπαθήσω να τη πείσω, αν και χρειάζεται γερή επισκευή, τούτο ?δω»
Όταν η κόρη της γύρισε από το σχολείο στο σπίτι, της το πρότεινε με τρόπο αρκετά πειστικό. «Δεν έχει σημασία αν η εθνική στολή που θα φορέσεις είναι για αγόρια ή κορίτσια, δεν το κάνεις για να μιμηθείς αλλά για να τιμήσεις τους ήρωες, γυναίκες ή άνδρες». Βέβαια θα μπορούσε με αυτά που βρήκε να της φτιάξει μια στολή «Αμαλίας» συμπληρώνοντας μόνο μια φούστα, αυτό δεν ήθελε ούτε να το διανοηθεί. Σιγά μην ντύσει το παιδί της βασίλισσα Αμαλία, θα τρίζουν τα κόκαλα των προγόνων της.
Η μικρή πείστηκε με προϋποθέσεις. Πρώτα και κύρια να ρωτήσει τη δασκάλα της και δεύτερον να φορέσει τα καινούργια παπούτσια που της αγόρασε η νονά της για το Πάσχα.
Και εκείνη η χρονιά είχε πέσει πολύ κοντά η Εθνική Γιορτή με το Πάσχα, όπως και εφέτος.
Την άλλη μέρα η μικρή γύρισε από το σχολείο ανακουφισμένη, η δασκάλα της συμφωνούσε και δεν είχε αντίρρηση να φορέσει τη στολή του τσολιά! Τότε άρχισε ένας αγώνας δρόμου να προλάβει και να σκαρφιστεί λύσεις, επειδή η στολή είχε ραφτεί για ένα παχουλό αγοράκι πέντε χρόνων.
Κοιτάει το φέσι, του έλλειπε η φούντα. Γι? αυτό υπάρχει λύση έχει κάτι χρυσά «αμπράζ» με φούντες, από παλιές κουρτίνες της μάνας της. Είναι λίγο μεγάλα αλλά δεν πρόκειται να το προσέξει κανείς. Το γιλέκο, της έκανε, λίγο κοντό αλλά δεν ήταν άσχημο, τουλάχιστον δεν ήταν στενό της. Το πουκάμισο ήτανε  κοντό, θα της έβαζε μια τσόντα στα μανίκια, ψηλά για να μη χαλάσει η φόρμα τους και θα το μάκραινε  από κάτω, αφού το ζωνάρι θα κάλυπτε την τσόντα. Η φούστα της έκανε, ήταν λίγο μίνι, αλλά άρεσε στη μικρή.
Μετά προέκυψε πρόβλημα με τις κάλτσες, ήταν και αυτές κοντές. Τις έκοψε χαμηλά και τσοντάρισε  με τις άσπρες μέχρι το γόνατο κάλτσες της μικρής. Στην ένωση έβαλε μια μαύρη κορδέλα «δίκην» καλτσοδέτας. Για τσαρούχια δεν γινόταν κουβέντα, της είχε υποσχεθεί ότι θα βάλει τα καλά της παπούτσια, αυτά που της δώρισε η νονάς! «Αλλά, μήπως μπορούμε να κάνουμε κάτι καλέ μαμά να μοιάζουν με τσαρούχια;», είπε με παιδική αφέλεια.
Αυτή η ανάμνηση την έκανε να γελάσει με την αθωότητα της κόρης της.
Έφτιαξε δυο φούντες από μαύρο μαλλί, έπιαναν τα χέρια της, και τις έραψε πάνω στις κάλτσες της μικρής, αφού φόρεσε τα πέδιλα της, ήταν μιας χρήσης άλλωστε, μόνο για τη παρέλαση.
Έβλεπε τη φωτογραφία και θυμόταν ένα προς ένα τα γεγονότα και τις «αλχημείες» της προκειμένου να δημιουργηθεί αυτή η στολή. Χρειάστηκε πολλή αγάπη και πολλή φαντασία, όπως απαιτούν όλες μας οι προσπάθειες.
Το χαμόγελο της κόρης της, το καμάρι της δίπλα στη σημαία, η ευχαρίστηση της, που φορούσε τα καινούργια της παπούτσια, αυτή η ευτυχισμένη έκφραση στο βλέμμα της και η ικανοποίηση της, που φορούσε στολή, με τίποτα δεν μπορούσε να το ανταλλάξει. Μια τρυφερότητα πλημμύρισε τη καρδιά της, σκεφτόταν και τη δασκάλα της μικρής, εκείνη τη καταπληκτική γυναίκα, που όχι μόνο δεν αρνήθηκε στη κόρη της να ντυθεί τσολιάς, αλλά μίλησε και στα παιδιά και κανένα δεν σκέφτηκε να την κοροϊδέψει. Τους εξήγησε ότι η ουσία των πραγμάτων δεν βρίσκεται στις λεπτομέρειες, οι συμβολισμοί είναι απλά για να μας θυμίζουν τα γεγονότα και τους πρωταγωνιστές τους, τους οποίους εμείς με τις πράξεις μας τιμούμε, για τους αγώνες τους για ελευθερία και δικαιοσύνη.

Προηγούμενο άρθροΜπροστά στη Νέα Κατοχή
Επόμενο άρθρο«Όμφακες εισίν…»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.