Προχθές, κατά την προσφιλή μου συνήθεια, μετά το δελτίο ειδήσεων, κάνω ζάπινγκ στα διάφορα κανάλια για να ενημερωθώ αφ ενός, αλλά και για να παρακολουθήσω κάτι που μου αρέσει, αφ ετέρου. Ψάχνοντας, λοιπόν έπεσα σε μια εκπομπή αφιερωμένη στην Κούβα.
Οι αναμνήσεις άρχιζαν να με κατακλύζουν. Θυμήθηκα το δικό μου ταξίδι σ αυτό το νησί της Καραϊβικής.
Ήταν 1978, 20 Ιουλίου, όταν ξεκινήσαμε το ταξίδι μας.
Περίπου εκατό μέλη κομματικών νεολαιών μαζί με καλλιτέχνες, δημοσιογράφους και πολιτικούς, αντιπροσώπευσαν την Ελλάδα στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαιών, που εκείνη τη χρονιά πραγματοποιήθηκε στην Κούβα.
Μαζί μας ήταν η Μαρία Φαραντούρη, η αξέχαστη Μαρία Δημητριάδη μαζί με τον τότε σύζυγο της Ανδρέα Μικρούτσικο, ο Νότης Μαυρουδής, η  βουλευτής Ρένα Λαμπράκη, ο Αλέκος Αλαβάνος, δημοσιογράφοι, μεταξύ αυτών ο Μηνάς Παπάζογλου και ο αείμνηστος Γιάννης Φάτσης.
Ζήσαμε δέκα πέντε ημέρες εξαιρετικές.
Οι διαπιστώσεις που κάθε στιγμή κάναμε, ήταν γνώσεις και εμπειρίες που δεν θα μπορούσαμε κάτω από οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες να αποκτήσουμε.
Ούτε ασφαλώς, σαν κλασσικοί τουρίστες θα είχαμε την δυνατότητα να μάθουμε, να ζήσουμε να αισθανθούμε τις συνθήκες κοινωνικής και πολιτικής ζωής που επικρατούσαν και που σχεδόν μέχρι και σήμερα επικρατούν στη χώρα. Η διαφορά είναι ότι τότε δεν επιτρεπόταν ο τουρισμός, ενώ τώρα επιτρέπετε.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά κάποιον από την ελληνική αντιπροσωπεία, που ήθελα να ταξιδέψει από την Αβάνα στο Μαϊάμι για να επισκεφθεί τον αδερφό του που έμενε εκεί, αντί να γυρίσει στην Αθήνα μαζί μας.
Δεν του το αρνήθηκαν, τον διαβεβαίωσαν ότι μπορεί να ταξιδέψει με την αεροπορική εταιρία του Μεξικού και να πάει ο ίδιος να συνεννοηθεί για τις λεπτομέρειες. Συνεννοήθηκε και περίμενε να τον ειδοποιήσουν. Τους ενόχλησε επανειλημμένως αλλά ποτέ δεν τον ειδοποίησαν και αναγκαστικά ταξίδεψε μαζί μας για την Αθήνα.
Το ίδιο το ταξίδι ήταν μια απίθανη εμπειρία. Η τότε Σοβιετική Ένωση ήταν «χορηγός» αυτού του συγκεκριμένου φεστιβάλ και ως εκ τούτου η οικονομική επιβάρυνση για κάθε αντιπρόσωπο  που συμμετείχε, ήταν μικρή. Μέρος της χορηγίας, ήταν και η διάθεση αεροπλάνων της Αεροφλότ για τη μετακίνηση των αντιπροσωπειών.
Ξεκινήσαμε λοιπόν από την Αθήνα για την Κούβα, κατά τη διάρκεια της πτήσης μάθαμε ότι θα πηγαίναμε πρώτα στη Μόσχα, όπου θα κατεβαίναμε στο αεροδρόμιο. Μέσα στο αεροπλάνο μας περιποιήθηκαν και μας προσέφεραν για μεσημεριανό κοτόπουλο ψητό.
Στο αεροδρόμιο της Μόσχας μας πέρασαν από έλεγχο διαβατηρίων, ξανά, και τις βαλίτσες μας μέσα από ένα μηχάνημα που έμοιαζε με φούρνο.
Μείναμε τράνζιτ στο αεροδρόμιο για μερικές ώρες. Άργησα να καταλάβω τον λόγο αυτής της διαδρομής, δηλαδή Αθήνα-Κούβα μέσω Μόσχας.
Ξεκινήσαμε ξανά και ήταν ήδη η ώρα για φαγητό. Μας περιποιήθηκαν, δεν μπορώ να πω, μας προσέφεραν για βραδινό κοτόπουλο ψητό.
Τα ξημερώματα σταματήσαμε στη Καζαμπλάνκα, όπου μας περίμεναν στο αεροδρόμιο δίσκοι με σάντουιτς και καφέ, που μας προσέφεραν οι πιο ωραίες κοπέλες, που είχα δει μέχρι τότε στη ζωή μου. Όμως σχεδόν κανείς δεν άγγιξε ούτε ήπιε τίποτα, επειδή κυκλοφορούσαν άπειρες κατσαρίδες στο χώρο και οι τουαλέτες, που ήταν δίπλα στο bar, είχαν επιτρέψει στο περιεχόμενο τους να εκτονωθεί στην αίθουσα αναμονής. Η κατάσταση ήταν αφόρητη, δεν βλέπαμε τη στιγμή να φύγουμε.
Ξεκινήσαμε ξανά χωρίς άλλη στάση για Κούβα.
Στο αεροπλάνο φάγαμε άλλα δυο γεύματα με κοτόπουλο. Αυτό δεν θα περνούσε έτσι. Με σαρκασμό αλλά και μεγάλη δόση χιούμορ την Αεροφλότ, την ονομάσαμε «Αεροκότ», και είναι γεγονός ότι για πολλά χρόνια μετά, ακόμη και μέχρι σήμερα μερικοί την αποκαλούμε «Αεροκότ».
Όμως ήμασταν νέοι, τίποτα δεν μας χάλαγε την όρεξη και τίποτα την διάθεση. Γεμάτοι από όνειρα, διψάγαμε για εμπειρίες, για νέους κόσμους νέους ανθρώπους, νέες πολιτικές και για την «απαγορευμένη» Κούβα.
Η Καραϊβική στο μυαλό μας ήταν συνδεδεμένη με εξωτισμό, διασκέδαση, έρωτα.
Η συγκεκριμένη χώρα επιπλέον ήταν συνδεδεμένη με αγώνες για ανεξαρτησία, από την εποχή του Χοσέ Μαρτί, εναντίον των Ισπανών, μέχρι τον Φιντέλ Κάστρο και τον Τσε Γκεβάρα. Για όλους τους νέους της εποχής, συμφωνούσαν ή όχι με το καθεστώς, ήταν ένας σταθμός στην  ιστορία των λαών για ανεξαρτησία και ελευθερία.
Ήταν ένα πείραμα υπαρκτού σοσιαλισμού, που τότε είχε ζωή περίπου είκοσι χρόνων. Μας ενδιέφερε όλους να δούμε από κοντά, να μάθουμε, να ζήσουμε την πραγματικότητα, χωρίς εξωραϊσμούς, που σου επιτρέπει η απόσταση. Να βγάλουμε τα δικά μας συμπεράσματα, να αποκτήσουμε  τη δική μας γνώμη.
Φορτωμένοι με όλες τις ελπίδες, τις αμφιβολίες, τις αμφισβητήσεις και κυρίως την περιέργεια για το διαφορετικό, για το άγνωστο, φτάσαμε, μετά από τριάντα περίπου ώρες ταξίδι, στην Αβάνα.
Η ζέστη ήταν αφόρητη. Τόση υγρασία δεν είχα ξανασυναντήσει. Τα μαλλιά μου, είχαν παραμείνει μέσα στο αεροπλάνο ολόισια, μόλις κατέβηκα στο αεροδρόμιο, άρχισαν σιγά-σιγά να σγουραίνουν μέχρι που πήραν την φυσική τους μορφή, τόσο που ο υπάλληλος στον έλεγχο των διαβατηρίων με είχε πέντε λεπτά μπροστά του προκειμένου να διαπιστώσει αν επρόκειτο για το ίδιο άτομο, αυτό που είχε μπροστά του, με αυτό της φωτογραφίας.
Αμέσως μετά υπήρχε ένα πολύ μακρύ τραπέζι με ποτήρια γεμάτα με χυμό.
Νόμιζα ότι ήταν πορτοκάλι, λόγω του χρώματος. Το ήπια και ξαφνιάστηκα από το άρωμα και την γεύση. Ήταν εξαιρετικό, δεν ήταν πορτοκάλι. Σκέφτηκα ότι κάπως έτσι θα ήταν το νέκταρ των θεών.
Ρώτησα αμέσως από τι φρούτο είναι ο χυμός και αν μπορώ να πιω άλλο ένα. Μου είπαν ότι λέγεται «μάνγκος» και μπορώ να πιω όσο θέλω.
Ήταν η πρώτη μου επαφή μ αυτό το θεϊκό φρούτο. Έγινε το αγαπημένο μου, μέχρι και τώρα.
Μετά όταν τελειώσαμε με την υποδοχή μας μετέφεραν με λεωφορεία στον χώρο που θα μας φιλοξενούσαν.
Ήταν ένα σχολείο.
Εκτός από την Ελληνική, μένανε και αντιπροσωπείες άλλων χωρών, όπως ήταν η Ισπανική. Στις σχολικές αίθουσες, είχαν τοποθετήσει σε σειρές διώροφες κουκέτες, με το όνομα μας σε κάθε μια.
Θυμάμαι ότι κοιμόμουν πάνω από την Ρένα τη Λαμπράκη, μια φίλη που γνώρισα τότε και που συνεχίζεται μέχρι σήμερα η φιλία μας.
Απέναντι ακριβώς, ήταν στη κάτω κουκέτα η Μαρία Φαραντούρη και από πάνω η Μαρία Δημητριάδη.
Τα κορίτσια χωριστά από τα αγόρια.
Τα παράθυρα δεν είχαν τζαμιλίκια, μόνο εξώφυλλα με γρίλιες ρυθμιζόμενες, όχι για το φως αλλά για τον αέρα. Το καταλάβαμε όταν μια νύχτα φύσηξε τόσο δυνατά, κάτι σαν μικρός τυφώνας, που χτύπαγε τα παντζούρια, μας πήρε τα σκεπάσματα ώσπου να κλείσουμε τα παραθυρόφυλλα.
Όλοι οι Κουβανοί ήταν εθελοντές σε αυτό το Φεστιβάλ. Τα παιδιά του σχολείου των μεγάλων τάξεων καθάριζαν τις αίθουσες και άλλαζαν σεντόνια, κάνανε ας πούμε το ξενοδοχειακό σέρβις. Πάντα με ευγένεια και χαμόγελο.
Μια μέρα ένα από τα κοριτσάκια καθάριζε το ντους της δικής μας αίθουσας, οπότε ακούμε μια στριγκλιά και μετά απελπισμένα να φωνάζει «κουκαράτσα!» Εμείς δεν ξέραμε λέξη Ισπανικά, τη συγκεκριμένη την γνωρίζαμε από ένα τραγούδι, χωρίς να ξέρουμε και τι σημαίνει, τρέξαμε λοιπόν να βοηθήσουμε τη μικρή, είχε μείνει στήλη άλατος μπροστά σε μια κατσαρίδα, μας την έδειχνε τρομαγμένη και φώναζε «κουκαράτσα»!!
Έτσι έμαθα και τι σημαίνει η λέξη.
Το σχολείο βρισκόταν σε ένα προάστιο, σε μικρή απόσταση από την Αβάνα, που δεν θυμάμαι πια το όνομά του.
Άλλωστε, σπάνιες φορές χρειάστηκε να μετακινηθούμε ανεξάρτητα, αλλά ακόμη και τότε, όποιο μεταφορικό μέσο και αν σταματάγαμε, λεωφορείο ή ιδιωτικό, κάτι αντίκες του 50, μας πήγαινε στο σχολείο που μέναμε. Λέγαμε τη μαγική λέξη «ντελεγάδος», δηλαδή «αντιπρόσωποι», μας έπαιρναν χωρίς κουβέντα, όποια και να ήταν η δική τους κατεύθυνση, και μας πήγαιναν στο χώρο φιλοξενίας μας, ήταν πραγματικά συγκινητικό.
Εκείνο όμως που ήταν εξαιρετικά προβληματικό, για μας τους βουνίσιους κυρίως, ήταν η αφόρητη υγρασία. Και πώς να μην είναι αφού κάθε μεσημέρι στις τρεις η ώρα έριχνε μια βροχή, για περίπου τρία τέταρτα, όχι σε σταγόνες, αλλά σε καταρράκτες.
Ήταν απίθανο! Να βρέχει και να κάνει ζέστη συγχρόνως! Υποφέραμε. Ο  Ιούλιος ήταν περίοδος βροχών για την Κούβα, όπως μάθαμε αργότερα.
Τελικά το συνηθίσαμε και δεν δίναμε σημασία. Περιμέναμε με ενδιαφέρον ν΄ ακούσουμε τον Φιντέλ Κάστρο στις 26 Ιουλίου, εθνική επέτειος των Κουβανών, να μας μιλήσει στη πλατεία Χοσέ Μαρτί. Ακόμη θέλαμε να παρακολουθήσουμε το καρναβάλι τους, που το είχαν αναβάλει για μας. Επιτέλους ένα αυθεντικό καρναβάλι με αυθεντική σάλσα και όχι κακές απομιμήσεις του.
Οι δρόμοι της Αβάνας ήταν γεμάτοι κόσμο που χόρευε σάμπα, έπινε μπύρα και ρούμι από κάποια υπαίθρια μπαρ, μέσα από άσπρα χάρτινα χωνιά, αντί για ποτήρια.
Αν ψιθύριζες σε ρυθμό σάλσα καθώς προχωρούσες «Cuba, que Linda Cuba»1 τότε δυο-τρεις πεταγόντουσαν από τις παρέες και άρχιζαν να χορεύουν σάμπα και βέβαια απαιτούσαν να μας μάθουν. Εμείς, είναι αλήθεια, καταβάλαμε φιλότιμες προσπάθειες να μάθουμε

συνεχίζεται

_________________
1. «Η Κούβα, τι ωραία που είναι η Κούβα»

Προηγούμενο άρθρο«Ασφυκτιούμε, δεν πάει άλλο»
Επόμενο άρθροXίος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.