Αγαπητέ Πέτρο,
Ξεκίνησα από το σπίτι μου το πρωί για το αεροδρόμιο. Προορισμός το Μόναχο. Είχα αποφασίσει ότι σ’ αυτό το ταξίδι, κυρίως θα ξεκουραστώ, αλλά και θα βάλω τις σκέψεις μου σε μια τάξη και ίσως πάρω κάποιες αποφάσεις.
Επειδή όμως συμφωνώ με τον Κοέλο που λέει ότι «η κάθε μέρα κυοφορεί την αιωνιότητα», άφησα για αργότερα οποιαδήποτε σκέψη θα μου χάλαγε την ημέρα και χάζευα στα «αφορολόγητα» δοκιμάζοντας κυρίως κολόνιες. Αγόρασα μια, την «Agne ou démon» την καινούργια του Givenchy, για την οποία η πωλήτρια δεν κουράστηκε να με πείσει. Έτσι χαζεύοντας πήγα στην έξοδο Νο 25, ήταν 9 και 10’ το πρωί, η ώρα για επιβίβαση αφού η πτήση ήταν προγραμματισμένη για τις 9 και 45’. Περιμέναμε μέχρι τις 9 και 45’ χωρίς καμία ενημέρωση από τις Ολυμπιακές Αερογραμμές, οπότε ακούμε στα μεγάφωνα ότι η πτήση θα καθυστερήσει λόγω κακοκαιρίας στο αεροδρόμιο του Μονάχου, νεώτερα στις 10 π.μ. Ευτυχώς όμως στις 10 άρχισε η επιβίβαση στο λεωφορείο προς το αεροπλάνο, μπορεί να έχουμε καινούργιο αεροδρόμιο αλλά όχι και νέες μεθόδους πρόσβασης στα αεροπλάνα εδώ είναι Βαλκάνια ΟΧΙ ΕΥΡΩΠΗ. Ήταν μια νεαρή κυρία με ένα αγοράκι δύο-τριών χρονών, κρατούσε ένα καροτσάκι, κλειστό, το παιδί από το χέρι και μια τσάντα στον ώμο.
Προσφέρθηκα να τη βοηθήσω. Ζήτησα να κρατήσω το μικρό από το χέρι μέχρι να ανεβούμε στο αεροπλάνο δεν θέλησε ο μικρός, εγώ πάντως έκανα το καθήκον μου. Σημειωτέον ότι τόσοι άνδρες γύρω μας κανένας δεν προσφέρθηκε να τη βοηθήσει. Όταν κάθισα στη θέση μου διεπίστωσα ότι δίπλα μου ήταν η κυρία με τον μικρό. Αφού χάρηκε πολύ με ξαναείδε, μου ζήτησε να αλλάξουμε θέση επειδή τη βόλευε με το παιδί. Συναίνεσα και άρχισε το ταξίδι. Ομολογώ ότι δεν ήταν από τα καλύτερά μου.
Ο Σπύρος, έτσι λέγανε τον πιτσιρίκο, ήταν κακομαθημένο και κακότροπο. Έβγαλα να διαβάσω ένα βιβλίο και κατέστη αδύνατον. Η μάνα του προσπαθούσε να τον δέσει με τη ζώνη, αυτό γλίστραγε, προσπαθούσε να τον ταΐσει, ήταν αδύνατο. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως ένα παιδί δύο – τριών χρονών μπορεί να συμπεριφέρεται έτσι.
Όμως : «Τι θάδινα – ‘‘Πάψε Σεβάχ’’ – για να μουνα παιδί»1. Χαμογέλασα με τη σκέψη μου, η οποία διεκόπη απότομα από την οργισμένη φωνή της μητέρας του Σπύρου «Νάιν. Ρούε», στα γερμανικά. Τη ρώτησα αν ήταν πάντα έτσι ή το αεροπλάνο τον έκανε νευρικό και αρνιόταν να φάει.
«Πάντα έτσι είναι», απάντησε, «κάνει ό,τι και ο πατέρας του, δεν τρώει τυρί, δεν τρώει γιαούρτι, τον αντιγράφει», και συνέχισε απευθυνόμενη προς το παιδί, «τώρα που θα πάμε στη γιαγιά τι θέλεις να μας μαγειρέψει ή προτιμάς ένα Μακ – Ντόναλντ; Εμείς στα Γιάννενα δεν έχουμε».
Τόλμησα τότε να παρατηρήσω ότι δεν πρέπει να δίνει στο παιδί αυτές τις «πλαστικές τροφές» όπως είναι τα Μικ Ντόναλντ και τα παρεμφερή παρασκευάσματα, για να εισπράξω την απάντηση:
«Όχι, πρέπει να μάθει να τρώει απ’ όλα». Και με αποστόμωσε. Εκείνη τη στιγμή έρχεται η αεροσυνοδός και ρώτησε αν θέλουμε κάτι να πιούμε, η μαμά του Σπύρου ζήτησε για το μικρό μια κόκα κόλα και ένα σπράιτ και έτσι ο Σπύρος ευτυχισμένος είχε στο ένα χέρι την κοκα κόλα και στο άλλο τη σπράιτ, έπινε μια γουλιά από το ένα και μια γουλιά από το άλλο.
Η μαμά του ευτυχισμένη, που επιτέλους κατάφερε το Σπύρο να κάτσει ήσυχα. Σκεπτόμουν γιατί αυτό το παιδί είναι έτσι νευρικό και διαπίστωσα ότι και η μαμά του είναι νευρική και απ’ ότι φαίνεται ποτέ δεν του συμπεριφέρθηκε σαν να πρόκειται για ένα ανθρώπινο και λογικό όν, του μιλούσε απότομα, του φώναζε δυνατά, τον τρόμαζε και ποτέ δεν του εξηγούσε με υπομονή, δεν του έδινε καμία σημασία, μόνο απαιτούσε υπακοή χωρίς εξηγήσεις, χωρίς συζήτηση και ο Σπύρος σ’ αυτήν την ηλικία των δυο τριών χρόνων είχε προσωπικότητα, είχε λογική και αντιδρούσε με τον μόνο τρόπο που έχουν τα παιδιά τη «σκανδαλιά» και την άρνηση για φαγητό. Σε λυπάμαι, μικρούλι Σπύρο και κάθε Σπύρο που ανατρέφεται μ’ αυτόν τον τρόπο. Επιτακτική είναι η ανάγκη βοήθειας αυτών των νέων ανθρώπων να μάθουν να αναθρέφουν τα παιδιά τους με υγιεινό τρόπο, υπομονετικά και ικανά να αντέξουν στις αντιξοότητες της ζωής.
Με αυτές τις σκέψεις, περίμενα ανυπομονώντας το τέλος αυτής της διαδρομής, να ακούσω «προσδεθείτε για την προσγείωση». Επιτέλους, προσγειωθήκαμε!
Με τη μαμά του Σπύρου αποχαιρετηθήκαμε μέσα στο αεροπλάνο, με ρώτησε πότε γυρίζω και μου είπε ίσως γυρίζουμε πάλι μαζί, χαμογέλασα ευγενικά, αλλά μέσα μου απευχόμουν τη σύμπτωση της επιστροφής. Στην έξοδο του αεροδρομίου, βλέπω ένα κύριο με μία ταμπέλα με το όνομά μου, ήταν ο ταξιτζής που θα με πήγαινε έξω από το Μόναχο, στο ξενοδοχείο μου στο Bad Wiesseer, στη λίμνη Tegernsee, όπου θα μείνω 10 ημέρες για να αδειάσει το μυαλό μου από παλιές σκέψεις. Έπεφτε πυκνό χιόνι, μπορώ να πω ότι άρχισε να μου φτιάχνει τη διάθεση. Ο ταξιτζής, ο κύριος Μάγιερ, μου παραπονέθηκε ότι είχε πολύ κίνηση και λόγω της ημέρας, ήταν Παρασκευή αλλά και λόγω του χιονιού έκανε τρεις ώρες για διαδρομή μιας ώρας. Άκουγα αλλά δεν με ένοιαζε τίποτα, εγώ άρχισα τις διακοπές μου και όλα μου έμοιαζαν ωραία. Έπεφτε πυκνό χιόνι και όσο πλησιάζαμε προς το Bad Wiessee τόσο περισσότερο γινόταν το τέλειο θέαμα για μένα. Έχω την αίσθηση ότι όλα γύρω μου έχουν γίνει έργα τέχνης. Δέντρα, θάμνοι, κτίρια, παγκάκια, όλα θαρρείς τους έχουν γίνει γλυπτά με το χιόνι, τα οποία συνεχώς αλλάζουν μορφή και σχέση μεταξύ τους. Οι άνθρωποι και τα αυτοκίνητα συμμετέχουν σ’ αυτό το γλυπτό που αναπτύσσεται, κινείται και αλλάζει στο ορατό σου πεδίο, αλλά είναι σταθερό στο βάθος του ορίζοντα. Αλήθεια, «Μεταξύ μας, έτσι πλουτίσαμε: κοιτώντας»2.
Χαζεύοντας το τοπίο και βλέποντας τα παράθυρα στα σπίτια μου ήρθε γεννήθηκε πάλι αυτή η απορία για τι είδους άνθρωποι μένουν μέσα. Είναι άραγε ευτυχισμένοι, είναι δυστυχισμένοι ή απλά ζουν; Έχουν οικογένεια, παιδιά, αδέλφια, γονείς, συντρόφους ή είναι μόνοι τους; «Σκέψεις σαν απροσδόκητες ωραίες επισκέπτριες»3 κατακλύζουν και απασχολούν το νου μου. Εδώ, διακόπτω, φτάσαμε στο ξενοδοχείο. Θα τα ξαναπούμε.
Φιλικά Κατερίνα
1. Νίκος Καββαδίας, «Μουσώνας» από την ποιητική συλλογή «Τραβέρσο»
2. Κική Δημουλά, «Ευκολοδιάλυτα Σύμβολα» από την ποιητική συλλογή «Χλόη θερμοκηπίου»
3. Νάνος Βαλαωρίτης «Τα οξυγονοκόλλητα φορέματα»












