Η Μαρία ζούσε μαζί με τα παιδιά της σε ένα μικρό χαμηλό σπιτάκι, δυο δωματίων χολ και κουζίνα. Όταν παντρεύτηκε, οι γονείς της μετακόμισαν σε ένα δωμάτιο στο βάθος του οικοπέδου. Ήταν υπνοδωμάτιο, σαλόνι, τραπεζαρία και κουζίνα, όλα σε ένα. Σήμερα θα το λέγαμε στούντιο!Φτωχοί άνθρωποι, πρόσφυγες πρώτης γενιάς, προσπαθούσαν με κόπο να τα βγάλουν πέρα.
Η μοναχοκόρη τους Μαρία παντρεύτηκε ένα καλό παιδί, το ίδιο όμως φτωχό με εκείνη. Ήταν προκομμένος και ακούραστος. Είχε μάθει την τέχνη του υδραυλικού, έτρεχε όλη τη μέρα αλλά το μεροκάματο δεν έβγαινε. Δεν είχε ο κόσμος χρήματα, στους μισούς έκανε «χάρη» και στους άλλους μισούς βερεσέ.
Το σπίτι είχε ανάγκες, τα παιδιά μεγάλωναν, η Ανθή κόντευε τα δέκα, ο Παντελής ήταν επτά και η μικρή Φιλιώ έγινε, προχθές, τριών χρονών.
Το αποφάσισε θα μαζέψει χρήματα και θα φύγει μετανάστης στη Γερμανία. Έμαθε ότι ζητούν εργάτες για τα εργοστάσια τους. Ο μισθός είναι ικανοποιητικός και θα μπορέσει να κάνει κάποιο κομπόδεμα, να στέλνει και στη Μαρία για να ζήσουν εκείνη και τα παιδιά. Νέοι είναι ακόμα, θα αντέξουν για καμιά δεκαριά χρόνια, τόσα χρειάζονται για μια τέτοια απόφαση, έβαζε με το νου. «Μετά, επιστροφή στην πατρίδα και θα συνεχίσουμε τη ζωή μας με άνεση, που θα μας εξασφαλίσουν τα χρήματα της ξενιτιάς».
Το συζήτησε με τη Μαρία, εκείνη δεν ήθελε. Προσπαθούσε να τον μεταπείσει, στο τέλος πείστηκε εκείνη. Η αξιοπρέπεια και η αποφασιστικότητα του άνδρα της, την έκανα να αλλάξει γνώμη.
Μαζέψανε τα χρήματα για το εισιτήριο του τρένου και μερικά για τα πρώτα του έξοδα και έφυγε για Μόναχο. Δεν ήξερε την γλώσσα, δεν γνώριζε κανένα εκεί που πήγαινε, άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Τα μοναδικά του εφόδια ήταν η εξυπνάδα, το πείσμα, η αγάπη του για την οικογένεια του και η όρεξη για δουλειά.
Τέλειωνε ο Φλεβάρης όταν έφτασε. Είχε παντού χιόνια. Το κρύο τσουχτερό πολλές φορές αβάσταχτο, ευτυχώς που του έπλεξε ένα χοντρό πουλόβερ η Μαρία και η μάνα του μάλλινες κάλτσες.
Ήρθε σε επαφή με τον πράκτορα, θα έπιανε την επομένη δουλειά σε ένα εργοστάσιο αυτοκινήτων. Τα συναισθήματα του ανακατεμένα. Φόβος για το καινούργιο, αγωνία για την οικογένεια του, αλλά και αισιοδοξία για καλύτερες μέρες.
Σκεπτόταν τα παιδιά και τη Μαρία. Πότε θα μπορέσει, άραγε, να τους στείλει χρήματα, σε λίγο έρχεται Πάσχα. Αύριο στην Ελλάδα έχουνε «Καθαρά Δευτέρα», με αυτές τις σκέψεις αποκοιμήθηκε.
Η Μαρία προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα. Ό,τι χρήματα μάζεψαν τα πήρε μαζί του ο άντρας της αφού τον διαβεβαίωσε, ότι είχε κάνει το κουμάντο της. Ψέματα του είπε, αλλά τι να του έλεγε, εκείνος είχε περισσότερη ανάγκη στην ξενιτιά. Εκείνη θα τα βόλευε, ήταν στο σπίτι της, στη γειτονιά της, στους δικούς της ανθρώπους.
Άλλωστε με τα πρώτα χρήματα που θα της στείλει θα βγάλει σιγά-σιγά τα βερεσέδια και μετά θα ανασάνουν λιγάκι. Τώρα τα παιδιά δεν έχουν πολλές ανάγκες, αργότερα όμως;
Σηκώθηκε, όπως συνήθιζε, νωρίς το πρωί. Τα παιδιά τα άφησε λίγο, δεν έχουν σχολείο, σήμερα είναι «Καθαρά Δευτέρα».
Άνοιξε τα ντουλάπια τις κουζίνας, της ήρθανε κλάματα. Είχε μείνει λίγο κοφτό μακαρονάκι, λίγος πελτές ντομάτας και λίγο λάδι.
Τα παιδιά, χτες με τη γιαγιά τους, συζητούσαν και ονειροπολούσαν λαγάνες, ελιές, χαλβά και θαλασσινά που περιέγραφε η γιαγιά ότι τρώγανε τότε, που ζούσαν στη «πατρίδα».
«Αύριο θέλουμε κι εμείς μαμά, τώρα που ο μπαμπάς δουλεύει στη Γερμανία θα είμαστε πλούσιοι έτσι;». Η ερώτηση έγινε από τη μεγάλη της κόρη, η οποία πιο πολύ ήθελε να πειστεί η ίδια για αυτή τη ξενιτιά. Είχε αρχίσει να της λείπει ο πατέρας της.
Η Μαρία πήρε την απόφαση να πάει στο μαγαζί του κυρ-Γιώργη και να του εξηγήσει ότι περίμενε χρήματα από τον άνδρα της και να της έδινε για άλλη μια φορά τελευταία, βερεσέ. Ήταν καλός άνθρωπος και ακόμη καλύτερη η κυρά Σουλτάνα η γυναίκα του, που τον βοηθούσε στο ταμείο.
Έφτασε με αργά βήματα στο μαγαζί, ντρεπότανε και τον κόσμο που ψώνιζε, πως θα έλεγε, μπροστά σε όλους, αυτά που ήθελε να πει στον κυρ Γιώργη; Αποφάσισε πρώτα να ψωνίσει και μετά όταν πάει στο ταμείο να το πει σιγανά στην κυρία Σουλτάνα, που ήταν εκεί και της χαμογελούσε.
«Έλα Μαρία μου, καλή σαρακοστή, πάρε και λαγάνες για τα παιδιά. Έχουμε και θαλασσινά σήμερα πολύ φρέσκα, δεν θα έχετε ξαναφάει! Πάρε, πάρε ό,τι αγαπάει η ψυχή σου»
Ξαφνικά η Μαρία άλλαξε διάθεση με το χαμόγελο και την προτροπή της κυρά Σουλτάνας.
Άρχισε να ψωνίζει, σαλάτες, λαγάνες, φρούτα, θαλασσινά, χαλβάδες, λακέρδα και ελιές που άρεσαν στη μάνα της και κρασάκι που άρεσε στον πατέρα της.
«Θα στα στείλω με το μικρό, στο σπίτι , είναι πολλά» της είπε ο κυρ Γιώργης.
Ψέλλισε «ευχαριστώ πολύ» και πήγε στο ταμείο, για το λογαριασμό, αλλά και για να πει κρυφά απ? όλους στην κυρά Σουλτάνα να «τα γράψει». Το ταμείο είχε πολύ κόσμο. Απορίας άξιο πως τα έβγαζε πέρα μόνη της αυτή η γυναίκα.
Ήρθε η σειρά της Μαρίας, αφού έκανε τον λογαριασμό, της λέει η κυρά Σουλτάνα: «Και του χρόνου Μαρία μου, ο λογαριασμός είναι 380 δραχμές, πάρε τα ρέστα σου από το πεντακοσάρικο, ορίστε 120 δραχμές»
Προσπάθησε να ψελλίσει κάτι η Μαρία.
«Ξέρετε, εγώ δεν?».
«Μα τι λες Μαρία μου έκανα πολλές φορές το λογαριασμό, είναι σωστός και τα ρέστα σωστά. Άντε στο καλό και να μου φιλήσεις τα παιδιά»
Η Μαρία ψέλλισε κάτι ακαταλαβίστικα αλλά δεν της επέτρεψε η κυρία Σουλτάνα να πει ούτε λέξη παραπάνω. Προσπαθούσε να σκεφτεί τι συνέβη. Θεωρούσε τον εαυτό της ως το μεγαλύτερο απατεώνα, αφού δεν κατάφερε να ομολογήσει ότι δεν είχε χρήματα για να πληρώσει, παρά μόνο δυο δραχμές στο πορτοφόλι της και τώρα είχε και εκατόν είκοσι από ρέστα!
Τα παιδιά βέβαια ενθουσιάστηκαν, εκείνη όμως είχε ένα σαράκι μέσα της που την έτρωγε.
Μετά μερικές μέρες έρχεται ο ταχυδρόμος με ένα γράμμα από την Γερμανία, από τον άντρα της, γνώρισε τα γράμματα του.
Το άνοιξε με λαχτάρα, είχε μέσα ένα μικρό σημείωμα:
«Αγαπημένη μου, Μαρία. Σου εσωκλείω τα χρήματα που μου περίσσεψαν. Είμαι καλά. Δουλεύω πολύ. Σου γράφω βιαστικά, είμαστε στο μεσημεριανό φαγητό. Θα ζητήσω προκαταβολή για να σου στείλω κι άλλα μέσω τραπέζης. Σας αγαπώ όλους. Φίλησε μου τα παιδιά Νίκος».
Ήταν τρία χαρτονομίσματα των πεντακοσίων δραχμών.
«Ξόδεψε μόνο πεντακόσιες δραχμές», σκέφτηκε.
Δεν στάθηκε λεπτό. Πήρε το ένα πεντακοσάρικο και τρέχει κατ? ευθείαν στο μαγαζί του Κυρ Γιώργη. Ευτυχώς η κυρά Σουλτάνα ήταν στο ταμείο. Πάει κοντά για να τη χαιρετήσει δήθεν. Σκύβει και πιάνει από κάτω ένα πεντακοσάρικο, που μόλις είχε πετάξει και έκανε πως το βρήκε.
«Κυρά Σουλτάνα, σου έπεσε ένα πεντακοσάρικο κάτω. Πάρτο»
«Πω!πω!, ευτυχώς που το βρήκες εσύ, τώρα τελευταία δεν με βοηθάνε τα μάτια μου και ίσως να μη το έβλεπα»
Παίξανε και οι δυο πολύ καλά το ρόλο τους.
Ανταλλάξανε μια ματιά, η μια βουρκωμένη και με ευγνωμοσύνη και η άλλη μ? αγάπη κι ανθρωπιά.
«Τι θέλεις Μαρία μου, να σου βάλω;»
«Λίγα πορτοκάλια για τα παιδιά θέλω, θα στα πληρώσω και θα σου δώσω και κάτι έναντι του λογαριασμού μας, κυρ Γιώργη».

Προηγούμενο άρθροΑναζητώντας τον Ικτίνο, μας βρήκε ο «ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣ»
Επόμενο άρθροΑνδρέας Μήτσου: «Το έργο τέχνης προσφέρει μια παρηγορία, μία άφεση και μακάρι ποτέ κανείς να μην καταλάβει ότι τον έχουμε ξεγελάσει»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.