moystaki_katerina.jpg

Αυτές τις τελευταίες ημέρες μου έρχεται συνεχώς στο μυαλό η γιαγιά μου η Δωροθέα. Ήταν η μάνα της μάνας μου, η Ραϊσαινα, όπως τη λέγαμε για να τη ξεχωρίσουμε από την άλλη τη γιαγιά τη Χατζήδαινα, τη μάνα του πατέρα μου. Έχω ελάχιστα μιλήσει για κείνη και δεν ξέρω ακριβώς το λόγο που έγινε. Την αγαπούσα όσο και την άλλη μου γιαγιά, την κάθε μια για διαφορετικούς λόγους.
Η γιαγιά η Δωροθέα λοιπόν, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Σμύρνη, μέσα σε μια οικογένεια αστών με καλή οικονομική κατάσταση.
Οι γονείς της, την προετοίμαζαν, όπως όλα τα κορίτσια των «καλών οικογενειών» τότε, για να γίνει μια καλή οικοδέσποινα με απαραίτητες γνώσεις καλής συμπεριφοράς, γαλλικών, κεντήματος και μαγειρικής. Έτσι την εκπαιδεύσανε να γίνει μια καλή σύζυγος και μάνα.
Όλα αυτά τα προσόντα λοιπόν τα απέκτησε πηγαίνοντας στο γαλλικό σχολείο των καλογραιών της Σμύρνης, «στις καλόγριες», όπως συνήθιζαν να λένε.
Είναι γεγονός ότι μίλαγε πολύ λίγο για τον εαυτό της. Έμαθα ότι είχε τελειώσει τη σχολή «Καλογραιών» της Σμύρνης, επειδή κάποτε προθυμοποιήθηκε να μου υπαγορεύσει τα γαλλικά που είχα να διαβάσω για τις εξετάσεις στο γυμνάσιο και με ξάφνιασε. Μέχρι τότε δεν ήξερα ότι μιλούσε γαλλικά. Δεν είχε τύχει να το μάθω, άλλωστε σπάνια μιλούσε για τον εαυτό της, τουλάχιστον σε μας τα παιδιά.
Τα περισσότερα για εκείνη και τη ζωή τους στη Σμύρνη τα είχα ακούσει από την εξαδέρφη της την Ιωάννα, και τον εξάδελφό της, τον Τζώρτζη. Αυτός μιλούσε επτά γλώσσες, εκτός από τα Ελληνικά και όταν ήμουν μικρή με είχε εντυπωσιάσει. Θυμάμαι ότι μου έδινε να του διορθώσω κάποιες επαγγελματικές επιστολές στα ελληνικά, επειδή θεωρούσε ότι η χειρότερη γλώσσα του είναι τα ελληνικά. Βέβαια ήταν σχεδόν τέλεια τα κείμενα του. Ήτανε εμπορικός αντιπρόσωπος. Το γραφείο του ήταν κάπου στην περιοχή της Αγ. Ειρήνης, στην οδό Αιόλου.
Ο θείος Τζώρτζης, όπως τον λέγαμε, μας έλεγε ιστορίες από τα παιδικά τους χρόνια. Κάποια Χριστούγεννα τους χάρισαν, σε ηλικία επτά χρονών, από ένα χρυσό ρολόι. Αυτά βέβαια παιδιά, δεν ξέρανε την αξία ούτε βέβαια την χρησιμότητα ενός χρυσού ρολογιού, για αυτό απεφάσισαν να το σπάσουν με μια πέτρα για να ανακαλύψουν το θησαυρό που έκρυβαν αυτά τα περίεργα και άχρηστα γι αυτούς δώρα.
Περιέγραφε με αρκετή δόση σαρκασμού και μιας ανεξήγητης, μέχρι και τότε, άποψης των γονιών τους για τα παιχνίδια.
«σαν ένα ήλιο μέσα μου ένιωσα την αγάπη
να βγαίνει πάνω απ? τις παλιές χώρες της μνήμης,
και πως πέταγα
πολύ μακριά, πολύ μακριά, όπως άλλοτε
μες στα ταξίδια του ύπνου»1
Αυτές οι μνήμες μου φέρνουν στο νου τα δικά μου ασυνήθιστα δώρα που μου χάριζαν η γιαγιά και ο παππούς, όταν ήμουν μικρή περίπου οκτώ χρονών. Μου χάριζαν στην γιορτή μου ασημένια κουταλάκια του γλυκού! Έχω όλο το σετ ακόμα στις κασετίνες τους.
Τι απογοήτευση έπαιρνα δεν λέγεται, αλλά το είχα πάρει απόφαση, και έτσι έλεγα ευχαριστώ και στη χρυσή ταυτότητα, και στο δαχτυλίδι και στο σταυρό, από ευγένεια.
Αυτή τη νοοτροπία την κατανόησα αργότερα.
Στη Σμύρνη ανταλλάσανε δώρα που η αξία τους με το χρόνο θα γινόταν επένδυση, όπως τα χρυσαφικά και τα ασημικά. Ο λόγος καταφανής. Με τα διάφορα προβλήματα που δημιουργούσαν οι Τούρκοι, δεν αισθανόντουσαν ασφαλείς και γι? αυτό τα χρήματα τους τα έκαναν χρυσές λίρες και τα δώρα τους ακόμη και στα παιδιά χρυσαφικά και στους γάμους ασημικά.
Αυτή τους η συνήθεια, στο διωγμό και στην προσφυγιά τους έσωσε. Μεταφέρανε μέσα στις φασκιές της θείας μου Σοφίας και στα ρούχα της μάνας μου, όσα χρυσά κοσμήματα και λίρες μπορούσαν. Τα υπόλοιπα μαζί με τα ασημικά τους τα έθαψαν σε ένα χάλκινο καζάνι κάτω από τα πλακάκια της κουζίνας.
Πίστευαν, ήλπιζαν, μα μάλλον πιο πολύ επιθυμούσαν, ότι θα γυρίσουν πίσω.
Ζούσαν στην πλατεία της Αγ. Φωτεινής μια περιοχή που κάηκε μέχρις θεμελίων και μαζί και το σπίτι τους.
«κι ένα πρωί όλα, γίναν παραλάνωμα της φωτιάς
κι ένα πρωί πυρές
αναβλύσαν από τη γη
καταβροχθίζοντας ζωές,
και από τότε φωτιά,
μπαρούτι από τότε,
κι από τότε αίμα»2
Αυτά λοιπόν τα χρυσαφικά και οι λίρες τους έζησαν για τα πρώτα χρόνια. Ακόμα θυμάμαι κάποια εναπομείναντα από εκείνα τα χρυσαφικά, ένα χρυσό ρολόι του χεριού, μια αλυσίδα, ένα βραχιόλι, που είχαν δοθεί στην μητέρα μου για το γάμο της. Τα κλέψανε από το σπίτι μας, όλα μαζί με ρούχα και ότι άλλο πολύτιμο υπήρχε. Εκείνη την εποχή, δεν κλείδωνε κανείς το σπίτι του πόσο μάλλον, όταν η μάνα μου έλλειψε για δέκα μόνο λεπτά. Ήταν το 1948
Περιγράφοντας όλα αυτά στη μνήμη μου έχω το πρόσωπο της γιαγιάς μου. Δεν θυμάμαι να σήκωσε ποτέ τον τόνο της φωνής της για να μας μαλώσει, μας έλεγε ιστορίες και καθόμασταν μαζί της κάθε απόγευμα γύρω στις πέντε το χειμώνα, λίγο αργότερα το καλοκαίρι, και πίναμε μαζί της τσάι με κανελλογαρύφαλα και κουλουράκια, παξιμάδια, ελιές, τυρί, σαλάμι και φρυγανισμένο ψωμί που ήταν το αγαπημένο μας. Αυτό για τη γιαγιά ήταν το βραδινό, για μας πιο πολύ παιχνίδι με κέικ και κουλουράκια.
Δεν θυμάμαι να γέλασε ποτέ θυμάμαι όμως τα μάτια της σκούρα, μεγάλα, υγρά και θλιμμένα. Δεν την άκουσα ποτέ να παραπονιέται ούτε να διαμαρτύρεται. Ήταν η προσωποποίηση της ηρεμίας και της ανοχής.
Αυτή η ηρεμία σου έδινε την ψευδαίσθηση ότι ήταν μια γυναίκα υποταγμένη.
Αντίθετα ο παππούς μου ήταν νευρικός και φασαριόζος, νόμιζε μάλιστα, όπως όλοι οι άνδρες άλλωστε, ότι έκανε κουμάντο στο σπίτι. Η αλήθεια είναι ότι χωρίς την συγκατάθεση της γιαγιάς μου δεν έκανε τίποτε. Αυτό το είχα καταλάβει από τότε που ήμουν μικρή. Αργότερα το επιβεβαίωσα.
Θυμάμαι ακόμη την ευγένεια και την υπομονή αυτής της γυναίκας. Προσπαθούσε πάντα να υπάρχει στο σπίτι ηρεμία και απομάκρινε, με τον τρόπο της, τις εντάσεις.
Όταν ο παππούς νευρίαζε και θύμωνε μαζί μας, δεν ήταν καθόλου δύσκολα, εκείνος στην τσίτα και εμείς πιτσιρίκια, ήταν απλό να συμβεί. Η γιαγιά μου στεναχωριόταν όταν τον άκουγε να μας μαλώνει και του έλεγε κάποιες λέξεις στα Τούρκικα για να μη καταλάβουμε τι λέει: «Μπράκ ντε, μπράκ».
Εμείς βέβαια την πρώτη φορά δεν ξέραμε τι του λέει, φροντίσαμε όμως να μάθουμε και ξέραμε ότι του έλεγε να πάψει να μας μαλώνει, σε ελεύθερη μετάφραση κάτι σαν «σταμάτα λοιπόν», δεν προδίδαμε όμως τη γνώση μας για την ερμηνεία της λέξης και παίζαμε τον ρόλο μας , της άγνοιας, μέχρι τέλους.
Είχαμε πάντα τη γιαγιά σύμμαχο, και πάντα όταν έμπαινε στη μέση, περιμέναμε να πει τη μαγική λέξη « μπράκ ντε» και όλοι οι μεγάλοι να υπακούσουν.
Δεν διαμαρτυρόταν όταν της κάναμε ζημιές.
Δεν διαμαρτυρόταν όταν τα ο κρεβάτι της το κάναμε τραμπολίνο, αγαπημένη μας συνήθεια, ποιος θα φτάσει πηδώντας πιο κοντά στο ταβάνι.
Δεν διαμαρτυρόταν όταν της ανακάτευα όλα τα συρτάρια. Συνήθεια κι αυτή!
Όμως δεν άντεχε την αγένεια, την κακία και το κουτσομπολιό. Δεν άντεχε την γκρίνια και το θράσος. Η ίδια αποτελούσε υπόδειγμα.
Είχε τις αρχές της, από τις οποίες ούτε μια φορά δεν ξέφυγε, ακόμη και στις πιο δύσκολες ώρες.
Μόνη της έξω, έβγαινε μόνο για να πάει στην εκκλησία, ποτέ άλλοτε. Πάντα τη συνόδευε ο παππούς ή κάποιο από τα παιδιά της. Όχι από ανασφάλεια αλλά από παιδεία. Και εγώ?
«?βαδίζω μέσα στις στοές των ήχων,
ρέω ανάμεσα στις παρουσίες που αντηχούν» 3
Η γιαγιά μου η Δωροθέα, ήταν πολύ ευαίσθητη και εξαιρετικά φοβητσιάρα. Θυμάμαι ότι σχεδόν λυποθημούσε στη θέα του αίματος
Είχε ένα μικρό λίπωμα κοντά στο αριστερό της φρύδι, που με τα χρόνια μεγάλωνε και κατέβαινε προς το σαγόνι. Ο φόβος της, δεν της επέτρεψε να πάει στο νοσοκομείο για εγχείρηση, μέχρι που εξελίχθηκε σε κακοήθη όγκο και αναγκάστηκε να υποστεί ακτινοβολίες. Οι γιατροί επέμεναν να το εγχειρήσει, εκείνη φοβόταν, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πόσο πολύ.
Κάποια μέρα η γιατρός Ιωάννα Δρυμπέτη και εγώ μαζί, την πείσαμε ότι πρέπει να μπει στο νοσοκομείο για να το αφαιρέσουν. Και έτσι έγινε.
Μπήκε στο νοσοκομείο και το πρωί που την πηγαίνανε στο χειρουργείο, πριν ακόμη μπει μέσα πέθανε από ανακοπή.
Δεν θα το ξεχάσω, για πολύ καιρό αισθανόμουν υπεύθυνη επειδή μου είχε εμπιστοσύνη και μαζί με τη γιατρό την πείσαμε. Αυτή την εξέλιξη, να πεθάνει από το φόβο της κανείς δεν την περίμενε. Ήταν μόνο 65 χρονών.
Την αγαπούσαμε τόσο!
Είχα την εντύπωση ότι όλη αυτή της η υπομονή και η ολύμπια ηρεμία της, έκρυβαν μια φοβερή δύναμη και καθόλου φόβο.
Παρηγοριέμαι με το γεγονός ότι ένας τέτοιος γρήγορος θάνατος ήταν προτιμότερος από έναν αργό επώδυνο, που πιθανόν να της προκαλούσε αργότερα ο καρκίνος.
Είναι γεγονός ότι τη θαύμαζα και πάντα ήθελα να της μοιάζω στον ήπιο, ήρεμο και ευγενικό της χαρακτήρα
Δυστυχώς άλλα γονίδια κληρονόμησα.
Όμως:
«Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο
γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν»4

___________________
Οσκάρ Βενσεσλάς ντε Λουμπίζ Μιλόζ. «ΗΜΙΤΕΛΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑ»
Πάμπλο Νερούντα. «ΕΞΗΓΩ ΜΕΡΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ»
Οκτάβιο Πάζ. «Η ΠΕΤΡΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ»
Γιώργος Σεφέρης. «ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ 1937»

Προηγούμενο άρθροΚαι πάλι: «Πόλεις για τους πεζούς ή για τα αυτοκίνητα;»
Επόμενο άρθροΓια τον προϋπολογισμό και το Τεχνικό Πρόγραμμα του 2010

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.