Παλεύω με θηρία. Και κάποτε, με ανέμους. Κάθε φορά που επιστρέφω από την εργασία μου, αυτή η αίσθηση ταξιδεύει μέσα μου και με κυκλώνει σαν αράχνη. Πολύ περίεργο συναίσθημα. Και ύπουλο.
Αυτή η χώρα δεν έχει βρει ακόμη το βηματισμό της. Παραδομένη σε ψεύτικα λόγια, σε ιδεολογήματα που ξεθωριάζουν με την πρώτη βροχή και σε προγονολατρείες, μοιάζει να κυνηγάει την ουρά της, την ίδια στιγμή που η υπόλοιπη ανθρωπότητα πολεμάει, πολεμιέται αλλά και προοδεύει.
Σύρεται σε πολέμους απάνθρωπους, εξαιτίας της μονομανίας ή της άκρατης βλακείας των ηγετών της, που αψήφησαν άβουλους διεθνείς οργανισμούς, σκοτώνοντας αμάχους και παιδιά, γυρεύοντας όπλα που ποτέ δεν υπήρχαν. Για ένα πείσμα, χάθηκαν τόσοι άνθρωποι. Εκατομμύρια άνθρωποι, τόσες δεκαετίες, που αν δεν χάνονταν, αυτός ο κόσμος θα είχε χρώμα, ανάσα, οξυγόνο, πραγματικό πλούτο ψυχής, πνεύματος, αλλά και ευθύνης.
Πολεμιέται, από τους εμπνευστές ενός οικονομικού πλέον πολέμου, που επιβουλεύονται κάθε γωνιά γόνιμης γής που απέμεινε, που αγοράζουν ακόμα και δικαιώματα νερού από φτωχούς λαούς, ανυπεράσπιστους από τις ξεπουλημένες κρατικές εξουσίες που βλέπουν το άδικο, αλλά δεν το σταματούν. Όταν ο φτωχός αγρότης σε μια μακρινή ήπειρο δεν έχει καθαρό νερό για τη λιγοστή του γή, θα αναγκαστεί να την πουλήσει και αυτή, και θα γίνει ένα απρόσωπο κομμάτι μιας χαοτικής μεγαλούπολης. Μακριά από τη γή του, τα ψηλά δέντρα, τα χιονισμένα βουνά, το κελαρυστό ποτάμι. Τότε, η ζωή στεγνώνει. Μαζί με την ψυχή, που μένει σιωπηλή.
Η ανθρωπότητα που προοδεύει, έχει μέσα της ένα άσβεστο φως.
Της επιστήμης, που αγωνίζεται να κατανοήσει τον οργανισμό μας, και μέσα από την ιερότητα της πραγματικής ιατρικής προσπαθεί να την ανακουφίσει από τις αρρώστιες και τον πόνο.
Της τέχνης, που σέβεται τη νοημοσύνη του ανθρώπου, και μέσα από τη λογοτεχνία ή την αληθινή ποίηση δείχνει σε όλους εμάς πως ένας άλλος δρόμος, αγνός και ανόθευτος υπάρχει δίπλα μας, αρκεί να αφήσουμε τις κραυγές, να τον αφουγκραστούμε και να τον περπατήσουμε.
Της κοινωνικής προσφοράς, που αντιστέκεται στα θλιβερά φαινόμενα της πείνας, της ανεργίας και του ρατσισμού που γέννησαν η μισαλλοδοξία και η λύσσα μας για εύκολο πλουτισμό, και μέσα από την ενωτική δύναμη της ομάδας, φέρνει ξανά στα πικραμένα μάτια κάποιων συνανθρώπων μας την ανακούφιση και την ελπίδα.
Αυτή η πρόοδος, γεννιέται και μεγαλώνει μέσα σε μυαλά ανθρώπων που ο ορίζοντας τους είναι πλατύς και όχι περιχαρακωμένος σε μικροπρεπείς νοοτροπίες και αντιλήψεις. Σε καρδιές, συνεπαρμένες από την οικουμενικότητα της αγάπης που προσφέρει και δεν ζητάει.
Μέσα σε αυτή την ανθρωπότητα πορεύεται και η χώρα μας. Πολέμησε, αλλά δεν νίκησε. Πολεμήθηκε γιατί η ίδια το επέτρεψε, αφού η ξενομανία της εκμηδένισε την ντόπια παραγωγή και όλα, ήταν «εισαγόμενα». Από τοξικά τρόφιμα μέχρι λέξεις και ιδέες που αντικατέστησαν την παράδοση και την ιστορία μας, αρχές που καθόρισαν την ύπαρξή μας. Τώρα που κολυμπούμε στο «μηδέν» τις ψάχνουμε ξανά, αλλά τα μουσεία απεργούν και η Ακρόπολη τελεί υπό κατάληψη.
Στο μνημονιακό «σήμερα» που ζούμε, παρακολουθούμε τον παραληρηματικό λόγο του αντιπροέδρου της κυβέρνησης (του εκλεγμένου από 28.000 ψηφοφόρους!) να απαξιώνει τους κρατικούς υπαλλήλους. Οσοι τον ψήφισαν δηλαδή είναι μεγαλοστελέχη επιχειρήσεων; Ούτε ένας δεν διορίστηκε στο δημόσιο από το «ιστορικό στέλεχος» του ?κάποτε- κινήματος; Η σιωπή των υπολοίπων μελών της κυβέρνησης είναι εκκωφαντική: ουδείς αντιδρά ούτε ενίσταται. Ούτε καν ο Πρωθυπουργός, που αντί να εγκαλέσει τον υφιστάμενό του, στέλνοντάς τον σε κάποια δημόσια υπηρεσία για να δεί πως βγαίνει ο επιούσιος των χιλίων ευρώ, τον αφήνει να συνεχίζει τις υβριστικές του κορώνες. Ντροπή υπάρχει;
Στον ίδιο τόπο, ένα στραβοπάτημα στους Αθηναικούς κατσικόδρομους μπορεί να σου στοιχίσει 400 ευρώ σε ιατρικά έξοδα και περίθαλψη, σε κάποιο εξωτερικό ιατρείο μιας κλινικής. Αν δεν τα έχεις δηλαδή τι θα κάνεις;
Χαιρόμαστε γιατί κατορθώσαμε, ως χώρα, να δανειστούμε με επιτόκιο 4,9% ή γιατί το ποσό που εισπράχθηκε από το άδικο μέτρο της περαίωσης ξεπέρασε τις προσδοκίες του οικονομικού επιτελείου. Ολοι αυτοί οι μεγαλοσχήμονες που μηχανεύτηκαν αυτή την κουταμάρα, θα μας πούν άραγε πόσα έπρεπε πραγματικά να εισπραχθούν από χρέη; Εισέπραξαν ελάχιστα, τα υπόλοιπα χαρίστηκαν και δηλώνουν ικανοποιημένοι;
Ποιοί απομένουν λοιπόν; Οι συνήθεις ήρωες. Οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι. Αυτοί που καθημερινά παρακαλούν για τα αυτονόητα. Όταν όμως έρθει η ώρα της κρίσης και της αλήθειας, όλοι αυτοί που σήμερα τους κοροιδεύουν, ας κρυφτούν πολύ βαθιά μέσα στα ανίκανα «εγώ» τους, γιατί κανένα μπαλκόνι ή τηλεπαράθυρο δεν θα τους σώσει.
Μέσα σε αυτή τη σκηνή που εδώ και χρόνια έχει στηθεί μπροστά στα μάτια μας, σκέφτομαι την εργασία μου. Αυτή, είναι η ζωή μου. Εργάζομαι για να ζώ. Δεν κοροϊδεύω κανένα και καθημερινά προσπαθώ να μάθω από τα λάθη μου. Καμία αυταπάτη δεν τρέφει τα όνειρά μου, γιατί ξέρω που ζώ. Οι πάσης φύσεως επίσημοι γελωτοποιοί και οι παρασιτικοί κομματικοί παράγοντες, όσο και να προσπαθήσουν, δεν θα με κάνουν να μισήσω αυτή τη χώρα.
Αλλά καθώς αντικρίζω τις ουρές που υπομονετικά με κοιτούν και περιμένουν να τις εξυπηρετήσω στην υπηρεσία μου, αισθάνομαι μια μοναξιά και μια απορία.
Για όσους διευθυντές και προϊσταμένους δεν εμπνέουν και είναι «ωσεί παρόντες», πνιγμένοι μέσα στην ευθυνοφοβία που ο «Καλλικράτης» έσπειρε μέσα στις καρδιές τους. Όταν εσύ, που προΐστασαι, δεν βγαίνεις μπροστά σε κάθε στιγμή, δεν δίνεις πρώτος το παράδειγμα άρα και τη λύση, δεν προάγεις την κριτική σκέψη, την αρμονική συνεργασία και την εργασιακή δικαιοσύνη, πως περιμένεις ο υφιστάμενος σου να σε σεβαστεί, να διδαχθεί από εσένα, να αγαπήσει αυτό που κάνει και να φανεί χρήσιμος στον πολίτη;
Για τους αδιάφορους κομματο-χιονάνθρωπους που τα πολιτικά γραφεία στέλνουν στις υπηρεσίες για ενίσχυση, αλλά εκείνοι διαβάζουν περιοδικά και καπνίζουν, ενοχλημένοι που έχασαν το ραχάτι και τη βολή τους.
Για την επιστήμη που σπούδασα, αλλά η απουσία αξιολόγησης δεν με αφήνει να την ασκήσω όσο μπορώ, όσο θέλω. Και πιστέψτε με, το θέλω. Η προχειρότητα όμως βασιλεύει. Και μέχρι αυτό να αλλάξει, θα προσπαθώ να διορθώνω στραβογραμμένες αιτήσεις ή θολές φωτοτυπίες.
Για όσους ασκούν διοικητική εξουσία, γιατί έρχονταν να μας γνωρίσουν μόνο όταν αναλάμβαναν τα όποια καθήκοντά τους, αλλά ύστερα κλείστηκαν μέσα στην ευδαιμονία του αξιώματος τους, περικυκλωμένοι από ανεκδιήγητους συμβούλους ή γραμματείς – παγοκολώνες.
Αυτή η μοναξιά που νιώθω κάτι τέτοιες στιγμές, όσοι άνθρωποι κι αν βρίσκονται μπροστά μου, με στενοχωρεί, γιατί είμαι σίγουρος πως δεν μας αξίζει κάτι τέτοιο.
Μέσα από την εργασία μου, υψώνω τους δικούς μου πυλώνες αντίστασης σε αυτό το παράλογο σκηνικό. Τείνω το χέρι μου στον πολίτη, και δεν του λέω «φύγε» αλλά «έλα»! Αν υπάρχει μια ελάχιστη εμπιστοσύνη, θα χτίσουμε πάνω της. Μέσα από το καθαρό μας βλέμμα, οφείλουμε να αναδείξουμε την αξία της συν-εργασίας. Μόνο έτσι το έργο μας θα μείνει. Και αυτός που θα το αξιολογήσει, δεν θα είναι κάποιος επαγγελματίας εργατοπατέρας, ούτε κάποιος πολιτικός, πρώην ιδεολόγος και νυν «τίποτα».
Μέσα στο σκοτάδι που γεννήσαμε, πορευόμαστε. Εμείς ευθυνόμαστε. Εμείς, είμαστε και η λύση.
Ο τελικός κριτής μου, είσαι εσύ, πολίτη. Από σένα περιμένω, και σε σένα ελπίζω.

Προηγούμενο άρθροΝα ξαναγεννηθεί η ελπίδα
Επόμενο άρθρο«Είμαστε και εμείς από εκεί»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.