«Σε είχα ρωτήσει κάτι
όταν χαθήκαμε στο δάσος:
 αν πάμε λάθος στο σωστό δρόμο
ή σωστά στο λάθος δρόμο.
Δεν μου απάντησες»
 ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ

Το μεσημέρι της Δευτέρας, έριχνε μέσα στο γραφείο μια παράξενη σκιά. Ο δυνατός αέρας λύγιζε τα κλαδιά των δέντρων στον άδειο δρόμο, και οι λιγοστοί διαβάτες περπατούσαν σκυφτοί, χωμένοι μέσα στα παλτά τους και στις έννοιες τους. Αθόρυβα κυλούσε το ανθρώπινο ποτάμι, βαπτισμένο σε μια ομιχλώδη καθημερινότητα, σ’ ένα κόσμο χωρίς πηδάλιο. Ο ελάχιστος ήλιος άγγιζε μια γωνιά στο παράθυρο του πρώτου ορόφου και χανόταν. Ο χειμώνας πλησίαζε με άγνωστες διαθέσεις.
Βιώναμε τα λεπτά της εφεδρείας. Μιας εφεδρείας που στεκόταν έξω από το γραφείο του διευθυντή και περίμενε. Σε λίγο, θα έφευγαν μαζί προς άγνωστη κατεύθυνση. Χαρούμενοι ή λυπημένοι, κανείς δεν ήξερε.
Τρείς ή ώρα. Σιγά-σιγά, οι συνάδελφοι έμπαιναν στο γραφείο του, τον χαιρετούσαν κι έφευγαν. Ανεξήγητες οι ματιές τους. Συχνά, νοιώθω πως ζούμε σε μια εσχατιά. Σαν να μην υπάρχει πλέον γή να πατήσουμε, να χωρέσει τα βήματά μας. Η αβεβαιότητα που χτίστηκε γύρω μας, μας εμποδίζει να μιλήσουμε, λογχίζει τις σκέψεις μας, μπερδεύει τις αποφάσεις μας. Μπροστά στην απώλεια, κοιταζόμαστε αμήχανα κι ανοίγουμε το βήμα μας. Με τις ψυχές μας μπερδεμένες. Απρακτοι, τις περισσότερες φορές.
Αυτές οι ματιές δεν ξέρω τι μαρτυρούν. Αδιαφορία; Ανακούφιση; Λύπη; Φορτώσαμε τις ζωές μας τόσο πολύ με υλικά άχρηστα, ξεχνώντας πως το ωφέλιμο φορτίο είναι μέσα στις καρδιές μας. Μα δεν είναι αργά. Ποτέ δεν είναι αργά για τους ανθρώπους. Αρκεί να το δούμε. Να το αισθανθούμε. Και να μην το αφήσουμε να χαθεί.
Κάποια στιγμή μπήκα στο γραφείο του. «Μπορείς να μείνεις λίγο; Θέλω να σου μιλήσω» μου είπε. Είχαν φύγει όλοι. Στο ευρύχωρο γραφείο του, ανάμεσα στην ακαταστασία του χαρτοβασιλείου, στεκόταν μια γλάστρα κι ένα κουτί γλυκά.
Ανοιξε ένα παράθυρο. «Ξέρω πως σ’ ενοχλεί ο καπνός του τσιγάρου. Κοντεύω τα 60, μα δεν βρήκα τη δύναμη να το σταματήσω» λέει. Κοιτάζει το φυτό και τα γλυκά. «Μπορείς να τα πας μέσα; Δεν μπορώ να τα βλέπω. Δεν θυμάμαι ποιος τα έφερε».
«Να μου μιλήσει» σκέφτηκα. 6 χρόνια τώρα, ελάχιστα μιλήσαμε. Εμπειρος στη δουλειά του, μα πολύ κυκλοθυμικός. Ηθελε μονίμως να γίνεται το δικό του χωρίς αντίρρηση. Εραστής της καλής ζωής, κομψά ντυμένος, μα κυρίως διπλωμάτης.
Όλα αυτά τα χρόνια, το γραφείο του ήταν τόπος συνάντησης ετερόκλητων ανθρώπων, που ζητούσαν, παρακαλούσαν και ευελπιστούσαν. Υποψήφιοι πολιτευτές, αντιδήμαρχοι, νεόπλουτοι φιγουρατζήδες που δεν ήξεραν ούτε να καθήσουν σωστά, νεαρές δεσποινίδες, άνεργοι νέοι, φίλοι «κολλητοί», όλοι, μέσα στη δική τους παρέλαση, στα δικά τους «θέλω», κι αυτός, με το κινητό συνεχώς στο ένα χέρι και το τσιγάρο στο άλλο, να μιλάει, να φωνάζει, να ζητάει και σπανίως να σιωπά. Τόσος κόσμος σε σύγκρουση, για εξουσία, κατοχή, δύναμη, επιρροή. Για μια ψευδαίσθηση που δεν ξέρεις σε ποιό λιμάνι θα σε πάει.
Και η καρδιά πόσο να αντέξει. Γερό το χτύπημα της κάποιο πρωί, στέλνοντας τον στο χειρουργείο. Γύρισε όμως δυνατός, με το τσιγάρο ξανά στα χέρια, με το παράθυρο που δεν άνοιγε και τον καπνό να κυλάει παντού, με τα τηλέφωνα που διαρκώς χτυπούσαν: «να βοηθήσουμε αυτόν, να εκλέξουμε εκείνον». Ατέρμονο το παιχνίδι της εξουσίας. Ισχυρό αφροδισιακό. Καταστέλλει αντιστάσεις, χτίζει κόσμους παράξενους, και κάποτε επικίνδυνους.
Όταν επέστρεψα στο γραφείο του, πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί και δύο ποτήρια. «Δεν μπορώ να πίνω μόνος μου» είπε και με κοίταξε καθώς γέμιζε τα δύο χαμηλά ποτήρια.
«Διάλεξα να μιλήσω σε σένα γιατί εσένα αδίκησα περισσότερο από όλους». Σάστισα για λίγο. «Μην απορείς και μην το αρνείσαι. Σε αδίκησα, αλλά ο εγωισμός μου έμπαινε συνεχώς μπροστά».
Ηπιε λίγο κρασί. Και μου μίλησε. Για τα φτωχά παιδικά του χρόνια στην Πελοπόννησο. Για τα δύσκολα φοιτητικά του χρόνια στην Αθήνα και τα μικρά μεροκάματα στην ιχθυόσκαλα για να βγούν τα έξοδα. «Εκεί κατάλαβα τι θα πεί φτώχεια, εκμετάλλευση, να μην μπορείς να μιλήσεις ή να ζητήσεις, γιατί δεν έχεις δύναμη».
Για τον αστυφύλακα που του έπαιρνε τα ψάρια λίγο πριν φτάσει σπίτι του, επειδή ήταν ανασφάλιστος, κι έμενε νηστικός. Για τον αστυνόμο που χρηματιζόταν από τους μεγαλεμπόρους και μοίραζε τις άδειες όπως τον συνέφερε, ή διέλυε τους πάγκους όσων δεν συμπαθούσε, γιατί δεν τον πλήρωναν. Η βία της ασύδοτης εξουσίας. Η βλακεία του άδειου μυαλού.
Για τον αγράμματο υπαξιωματικό στο στρατό που συνεχώς μιλούσε για «κομμουνιστικό κίνδυνο», για «κόκκινα μιάσματα» και «καθαρούς Ελληνες». Νεογέννητη τότε η Δημοκρατία στην Ελλάδα, ζοφεροί καιροί. Από πού να πιαστείς. Ακόμη κι ο διπλανός σου σε απέφευγε.
Μου μίλησε για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που γνώρισε ένα πρωί, νεοδιοριζόμενος τότε στο υπουργείο. Πόσο πίστεψε στη δεξιά παράταξη και πόσο γελάστηκε όταν έβλεπε τους ακροδεξιούς και τους φιλοβασιλικούς να συμμετέχουν στα κοινά, να συντονίζουν έργα, ν’ αποφασίζουν για τόσους ανθρώπους ατιμώρητοι, αμετανόητοι. Πικράθηκε, κι έφυγε διακριτικά. Όχι εντελώς, γιατί είχε μικρά παιδιά να φροντίσει. Η συνείδησή του όμως κλονίστηκε, κι αναρωτήθηκε πού πιστεύει, τί αξίζει αυτό που πιστεύει. Μα δεν βρήκε απάντηση.
Μου μίλησε για τη διαφθορά στο δημόσιο τομέα, για τις επιτροπές και τα πειθαρχικά συμβούλια που συμμετείχε, για τις πιέσεις που δεχόταν και το άγχος που τον έτρωγε, για το κατάντημα του ανθρώπου που εθίζεται στο χρήμα και ποδοπατάει τις χθεσινές αρχές του, αυτές με τις οποίες μεγάλωσε, τις κοινωνίες για τις οποίες κάποτε ορκίστηκε. «Ενέδωσα», είπε, με μια λύπη στα μάτια. «Ελπίζω να μην αδίκησα κανέναν. Δεν θα το μάθω ποτέ».
Όταν έγινε διευθυντής, κατάλαβε όλες τις πλευρές της εξουσίας. Και τις καθαρές και τις βρώμικες. Τότε του ζήτησα να μετακινηθώ σε άλλο τμήμα, μα μου αρνήθηκε. «Αδύνατον!» μου απάντησε. Για μένα τουλάχιστον, γιατί για άλλους και άλλες, δυνατόν… Θύμωσα μαζί του τότε, αλλά τι να έκανα;
Μου μίλησε για τους νυχτερινούς πειρασμούς που του στοίχισαν το διαζύγιο από την πρώτη του σύζυγο. Την αρρώστια της κόρης του από αυτή την ψυχοφθόρα κατάσταση να μοιράζεσαι τους γονείς σου, να πρέπει να κάνεις διαδρομές ολόκληρες για να τους δείς χωριστά, για λίγο, σαν επισκέπτης.
Για την παράξενη μορφή που είδε στο χειρουργείο, λίγο πριν ναρκωθεί, να του ψιθυρίζει «ζήσε», σαν αέρας της θάλασσας, σαν νεράιδα του ποταμού και του βουνού. Τη λάμψη στα μάτια του όταν ξύπνησε μόνος στο δωμάτιο του νοσοκομείου και δίπλα του δεν ήταν κανείς. Τρομερή αυτή η μοναξιά. Πώς να τη νικήσεις, αν δεν καταλάβεις τα λάθη σου…
Μια ζωή ολόκληρη, όσο κρατάει μισό μπουκάλι κρασί, όσο ταξιδεύει ο καπνός στο κλειστό γραφείο. Οσο οι αναμνήσεις γυρίζουν γύρω σου, σε κυκλώνουν και γυρεύουν απαντήσεις ή απλά σε θωρούν αμίλητες, απαθείς, κάτι που ίσως είναι πιο βαρύ.
«35 χρόνια. Πότε πέρασαν…» είπε, καθώς κοιτούσε έξω από το παράθυρό του. Τα φώτα των αυτοκινήτων χάραζαν το σούρουπο.
Με κοίταξε ξανά.
«Ημουν εγωιστής και δεν άλλαξα. Ξόδεψα πολλά χρήματα σε ανούσια πράγματα. Είδα το άδικο, αλλά επειδή δεν με άγγιζε δεν το διόρθωσα. Εζησα καλή ζωή, αλλά δεν ξέρω πόσο βοήθησα τη χώρα. Ισως και καθόλου. Η τσέπη μου γέμισε, η ψυχή μου όμως βάρυνε πολύ. Στεναχώρησα τη γυναίκα και τα παιδιά μου. Προσπάθησα όμως να είμαι δίπλα τους».
Ηπιε λίγο από το ποτήρι του.
«Πού πήγε η Ελλάδα; Πού την πήγαμε τόσα χρόνια; Εκεί που έπρεπε ή εκεί που μας συνέφερε; Εφταιξα κι εγώ σ’ αυτό. Μα τώρα πλέον είναι αργά για να κάνω οτιδήποτε».
Ακούμπησε το κεφάλι του στη ράχη της ψηλής πολυθρόνας. Αποκαμωμένος.
«Τώρα πια τελείωσαν όλα. Κρίνετέ με όπως νομίζετε». Το τέλος είχε έρθει.
Σηκώθηκα όρθιος. Του έδωσα το χέρι μου.
«Ποτέ δεν είναι αργά. Η ζωή πάντα δίνει ευκαιρίες. Σας ευχαριστώ» του είπα.
Κατέβηκα στο δρόμο. Μια παρέα μαθητών πέρασε από μπροστά μου, όλοι γελαστοί. Ζούν το παρόν, υποψιάζονται το μέλλον, μιλάνε στα κινητά τους, κανονίζουν συναντήσεις.
Η ζωή δεν σταματάει. Αρκεί να μαθαίνουμε από αυτήν. Και να την κάνουμε ανθρώπινη.

Προηγούμενο άρθροτου ΓΙΑΝΝΗ ΙΩΑΝΝΟΥ από το ΕΘΝΟΣ
Επόμενο άρθροΜΙΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΜΕΘΟΔΟΣ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.